ΝΑΤΕΣ ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΟΡΤΑΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
ΠΑΣΧΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΑΣΧΑ ?
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΑ ΛΕΤΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ.?
ΓΙΑΤΙ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ?
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΥΣΕΙΣ !!!!!!!!!!!!!
ΤΙΣ ΞΕΡΕΤΕ ΝΑΙ Η ΟΧΙ ??????
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΤΕ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΘΕΟΦΟΡΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΦΑΡΜΟΣΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ?
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΑ ΛΕΤΕ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ???????????????
ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ??????????
ΤΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙΤΕ ?
ΓΡΗΓΟΡΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΥΣΤΗΡΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΛΑΙΚΩΝ.
ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΑΣ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΑΓΙΩ ΣΕ ΕΜΑΣ ΟΛΟΥΣ :
Ἡ καθημερινή συμμετοχή τῶν πιστῶν στήν Θεία Εὐχαριστία (ἀλλά καί ἡ Θεία Κοινωνία ἐκτός ναοῦ, «κατ’ οἶκον», ἄνευ Ἱερέως, τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί λαϊκῶν), ἐκφράζεται μέ σαφέστερο τρόπο ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο:
«Καί τό κοινωνεῖν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές…Τίς γάρ ἀμφιβάλλει, ὅτι τό μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς, οὐδέν ἄλλο ἐστί ἤ ζῆν πολλαχῶς; Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ’ ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν· ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καί τῷ Σαββάτῳ καί ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐάν ἦ μνήμη Ἁγίου τινός.
Τό δέ ἀναγκάζεσθαί τινα, μή παρόντος Ἱερέως, τήν κοινωνίαν τῇ ἰδίᾳ χειρί λαμβάνειν, μηδαμῶς εἶναι βαρύ, περιττόν ἐστιν ἀποδεικνύεται, διά τό κατά τήν μακράν συνήθειαν καί δι’ αὐτῶν τῶν ἔργων πιστώσασθαι. Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἐστν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἐφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν. Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ, ἕκαστος καί τῶν λαῶν τελούντων, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔχει κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καί ὅτε βούλεται μεταλαμβάνει δι’ ἑαυτοῦ. Ἅπαξ γάρ τοῦ Ἱερέως τήν θυσίαν τελειώσαντος καί δεδωκότος, ὁ λαβών αὐτήν καί μεταλαμβάνων πιστεύειν ὀφείλει, ὡς παρ’ αὐτοῦ Ἱερέως μεταλαμβάνειν ὀφείλει. Καί γάρ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὁ Ἱερεύς ἐπιδίδωσι τήν μερίδα καί κατέχει αὐτήν ὁ ὑποδεξάμενος μετ’ ἐξουσίας ἁπάσης καί οὕτω προσάγει τῷ στόματι τῇ ἰδίᾳ χειρί. Ταυτόν τοίνυν ἐστί τῇ δυνάμει, εἴτε μίαν μερίδα δέξηταί τις παρά τοῦ Ἱερέως, εἴτε πολλάς μερίδας ὁμοῦ» («Πρός Καισαρίαν Πατρικίαν», P.G. 32, 484 – 485).
κοινωνῶμεν καθημερινῶς» (πρβλ. Migne 19, σελ. 678).
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής γράφει: «Καί καθ’ ἡμέραν εἰ οἷόν τε (ἐάν εἶναι δυνατόν), τοῖς ἀξίοις ἐπιτελεῖσθαι συγκεχώρειται (ἡ Θεία Κοινωνία). Ἱερεῦσί τε ὁμοίως καί ἰδιώταις, ἀνδράσι τε καί γυναιξί, νηπίοις καί γέρουσι καί πάςῃ Χριστιανῶν ἡλικίᾳ, ἁπλῶς καί τάξει».
Ὁ ἅγ. Κυπριανός ἐπ. Καρχηδόνος μαρτυρεῖ, ὅτι στήν ἐποχή του στίς ἐκκλησίες τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἴσχυε ἡ καθημερινή Θεία Κοινωνία. «Καθημερινῶς - γράφει - τήν Εὐχαριστίαν ὡς τροφήν σωτηρίας λαμβάνομεν» (“De oratione Domini”, 18). Τό αὐτό δέχονται ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων (In Psal. 118), ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος καί ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος (PL 22, 672, 38, 1099).
Ὑπέρ τῆς καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνηγορεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ (155 - 240 μ. Χ.), τοῦ ἀποκαλουμένου «Πατρός τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ περί τῆς συνηθείας τῶν πιστῶν νά λαμβάνουν κατ’ ἰδίαν μερίδες καθαγιασμένου Ἄρτου, ὥστε νά μεταλαμβάνουν καθημερινά (Τερτυλλιανοῦ, “Ad uxorem”, 2, 5). Ἡ πρακτική αὐτή διατηρήθηκε γιά μέν τούς λαϊκούς μέχρι τόν 7ο αἰώνα, γιά δέ τούς μοναχούς ἐπί μεγαλύτερο διάστημα (Taft, ὅπ. παρ., σελ. 62).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἔστιν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἀφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν· ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καί τῶν ἐν λαῷ τελούντων, ὡς ἐπί τῷ πλεῖστον, ἔχει Κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Ἐπιστολή 93η. Βλ. Νικ. Καλογερᾶ, «Χριστιανική Ἀρχαιολογία», σελ. 437).
Τό αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν «Εἰσηγητική Ἔκθεση» τοῦ ἔτους 1970 (μεταξύ τῶν συντακτῶν της ἦταν καί ὁ Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης), μέ τήν ὁποία ἀπάντησε στούς μοναχούς ἐκείνους πού πρέσβευαν τήν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. «Καίτοι δέ αἱ τῶν πιστῶν συνάξεις ἐπαύσαντο καθ’ ἡμέραν γινόμεναι, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, ἀλλ’ ὅμως ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μετάληψις τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνομίζετο παρά τοῖς Χριστιανοῖς ἀναγκαιοτάτη καί ἀπαραίτητος πρός σωτηρίαν. Τούτου δέ ἔνεκα καί τῆς β’ καί γ’ ἑκατονταετηρίδος, ἐπεκράτησε τό ἔθος τοῦ παραλαμβάνειν ἕκαστον ἀπό τοῦ Ἱερέως Ἄρτον ἡγιασμένον καί τηρεῖν αὐτόν κατ’ οἶκον, ἵνα ἑκάστης ἡμέρας αὐτός τε καί οἱ ἑαυτοῦ οἰκεῖοι μεταλαμβάνουσιν… Ἀλλά καί κατά τήν δ’ καί ε’ ἑκατονταετηρίδα, εὑρίσκομεν τό ἔθος τοῦτο ἐπικρατοῦν ἐν ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις»
κοινωνῶμεν καθημερινῶς» (πρβλ. Migne 19, σελ. 678).
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής γράφει: «Καί καθ’ ἡμέραν εἰ οἷόν τε (ἐάν εἶναι δυνατόν), τοῖς ἀξίοις ἐπιτελεῖσθαι συγκεχώρειται (ἡ Θεία Κοινωνία). Ἱερεῦσί τε ὁμοίως καί ἰδιώταις, ἀνδράσι τε καί γυναιξί, νηπίοις καί γέρουσι καί πάςῃ Χριστιανῶν ἡλικίᾳ, ἁπλῶς καί τάξει».
Ὁ ἅγ. Κυπριανός ἐπ. Καρχηδόνος μαρτυρεῖ, ὅτι στήν ἐποχή του στίς ἐκκλησίες τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἴσχυε ἡ καθημερινή Θεία Κοινωνία. «Καθημερινῶς - γράφει - τήν Εὐχαριστίαν ὡς τροφήν σωτηρίας λαμβάνομεν» (“De oratione Domini”, 18). Τό αὐτό δέχονται ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων (In Psal. 118), ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος καί ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος (PL 22, 672, 38, 1099).
Ὑπέρ τῆς καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνηγορεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ (155 - 240 μ. Χ.), τοῦ ἀποκαλουμένου «Πατρός τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ περί τῆς συνηθείας τῶν πιστῶν νά λαμβάνουν κατ’ ἰδίαν μερίδες καθαγιασμένου Ἄρτου, ὥστε νά μεταλαμβάνουν καθημερινά (Τερτυλλιανοῦ, “Ad uxorem”, 2, 5). Ἡ πρακτική αὐτή διατηρήθηκε γιά μέν τούς λαϊκούς μέχρι τόν 7ο αἰώνα, γιά δέ τούς μοναχούς ἐπί μεγαλύτερο διάστημα (Taft, ὅπ. παρ., σελ. 62).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἔστιν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἀφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν· ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καί τῶν ἐν λαῷ τελούντων, ὡς ἐπί τῷ πλεῖστον, ἔχει Κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Ἐπιστολή 93η. Βλ. Νικ. Καλογερᾶ, «Χριστιανική Ἀρχαιολογία», σελ. 437).
Τό αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν «Εἰσηγητική Ἔκθεση» τοῦ ἔτους 1970 (μεταξύ τῶν συντακτῶν της ἦταν καί ὁ Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης), μέ τήν ὁποία ἀπάντησε στούς μοναχούς ἐκείνους πού πρέσβευαν τήν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. «Καίτοι δέ αἱ τῶν πιστῶν συνάξεις ἐπαύσαντο καθ’ ἡμέραν γινόμεναι, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, ἀλλ’ ὅμως ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μετάληψις τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνομίζετο παρά τοῖς Χριστιανοῖς ἀναγκαιοτάτη καί ἀπαραίτητος πρός σωτηρίαν. Τούτου δέ ἔνεκα καί τῆς β’ καί γ’ ἑκατονταετηρίδος, ἐπεκράτησε τό ἔθος τοῦ παραλαμβάνειν ἕκαστον ἀπό τοῦ Ἱερέως Ἄρτον ἡγιασμένον καί τηρεῖν αὐτόν κατ’ οἶκον, ἵνα ἑκάστης ἡμέρας αὐτός τε καί οἱ ἑαυτοῦ οἰκεῖοι μεταλαμβάνουσιν… Ἀλλά καί κατά τήν δ’ καί ε’ ἑκατονταετηρίδα, εὑρίσκομεν τό ἔθος τοῦτο ἐπικρατοῦν ἐν ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις»
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής γράφει: «Καί καθ’ ἡμέραν εἰ οἷόν τε (ἐάν εἶναι δυνατόν), τοῖς ἀξίοις ἐπιτελεῖσθαι συγκεχώρειται (ἡ Θεία Κοινωνία). Ἱερεῦσί τε ὁμοίως καί ἰδιώταις, ἀνδράσι τε καί γυναιξί, νηπίοις καί γέρουσι καί πάςῃ Χριστιανῶν ἡλικίᾳ, ἁπλῶς καί τάξει».
Ὁ ἅγ. Κυπριανός ἐπ. Καρχηδόνος μαρτυρεῖ, ὅτι στήν ἐποχή του στίς ἐκκλησίες τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἴσχυε ἡ καθημερινή Θεία Κοινωνία. «Καθημερινῶς - γράφει - τήν Εὐχαριστίαν ὡς τροφήν σωτηρίας λαμβάνομεν» (“De oratione Domini”, 18). Τό αὐτό δέχονται ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων (In Psal. 118), ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος καί ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος (PL 22, 672, 38, 1099).
Ὑπέρ τῆς καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνηγορεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ (155 - 240 μ. Χ.), τοῦ ἀποκαλουμένου «Πατρός τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ περί τῆς συνηθείας τῶν πιστῶν νά λαμβάνουν κατ’ ἰδίαν μερίδες καθαγιασμένου Ἄρτου, ὥστε νά μεταλαμβάνουν καθημερινά (Τερτυλλιανοῦ, “Ad uxorem”, 2, 5). Ἡ πρακτική αὐτή διατηρήθηκε γιά μέν τούς λαϊκούς μέχρι τόν 7ο αἰώνα, γιά δέ τούς μοναχούς ἐπί μεγαλύτερο διάστημα (Taft, ὅπ. παρ., σελ. 62).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἔστιν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἀφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν· ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καί τῶν ἐν λαῷ τελούντων, ὡς ἐπί τῷ πλεῖστον, ἔχει Κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Ἐπιστολή 93η. Βλ. Νικ. Καλογερᾶ, «Χριστιανική Ἀρχαιολογία», σελ. 437).
Τό αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν «Εἰσηγητική Ἔκθεση» τοῦ ἔτους 1970 (μεταξύ τῶν συντακτῶν της ἦταν καί ὁ Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης), μέ τήν ὁποία ἀπάντησε στούς μοναχούς ἐκείνους πού πρέσβευαν τήν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. «Καίτοι δέ αἱ τῶν πιστῶν συνάξεις ἐπαύσαντο καθ’ ἡμέραν γινόμεναι, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, ἀλλ’ ὅμως ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μετάληψις τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνομίζετο παρά τοῖς Χριστιανοῖς ἀναγκαιοτάτη καί ἀπαραίτητος πρός σωτηρίαν. Τούτου δέ ἔνεκα καί τῆς β’ καί γ’ ἑκατονταετηρίδος, ἐπεκράτησε τό ἔθος τοῦ παραλαμβάνειν ἕκαστον ἀπό τοῦ Ἱερέως Ἄρτον ἡγιασμένον καί τηρεῖν αὐτόν κατ’ οἶκον, ἵνα ἑκάστης ἡμέρας αὐτός τε καί οἱ ἑαυτοῦ οἰκεῖοι μεταλαμβάνουσιν… Ἀλλά καί κατά τήν δ’ καί ε’ ἑκατονταετηρίδα, εὑρίσκομεν τό ἔθος τοῦτο ἐπικρατοῦν ἐν ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις»