Εισήγηση Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, στην Ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο
ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης,Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
1. Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις
Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγονταθέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσει ἡμέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ ΜεγάληΣύνοδος ἦτο καὶ τὸ θέμα τῆςἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, τῆςἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τὴν ὁποία,χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση,μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς,ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ ΟἰκουμενικὸΠατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆςἙλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε ἀδιατάρακτη.
Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό. Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές, Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.
Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής, ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ θέματα πίστεως.
Εἶναι πολὺ πικρὴ ἡ ἱστορία τῆςἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ ἔ-χουν γραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺἄρθρων καὶ βιβλίων, μὲ ἀλληλοσυγ-κρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενηἐπιχειρηματολογία, ὥστε νὰ φαίνεταιδύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶςἄκρη γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο.Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα· ἐπιχειρεῖται τώρα μὲ τὴν ἐγγίζουσα Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἀνατροπὴ βέβαια τῆς προηγουμένης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽ αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων· «διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1]. Ἡ οὐδέτερη στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη, οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές, οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη:«Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2]. Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].
Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου: «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»[4].
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Πονηροῦ.
Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰπολύ, διότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσεκαὶ ἀνατάραξε μία πολυτάλαντη, ἰσχυρή,ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνηπροσωπικότητα, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης,ἀναλαβὼν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰἀξιώματα σὲ τέσσερις αὐτοκέφαλεςἐκκλησίες, σπάνιο καὶ μοναδικὸφαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας,ὅπως σπάνια καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ἡζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἑνότητα τῆςἘκκλησίας καὶ ὁ ἴδιος καὶ διὰ τῶνδιαδόχων του πατριαρχῶν στὴνΚωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶΒαρθολομαίου, ποὺ βαδίζουν στὰ ἴχνητου. Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918), μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ. Δὲν ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις, ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5], καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.
Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6].
Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3 Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή», συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1920. Γράφει: «Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν»[7]. Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» (10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»,ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν«διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»[8]. Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ «διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν, οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14 Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας[9].
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ «συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.
4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος
α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.
Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν«συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10].
Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν» ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11
Ὁ σοβαρός, συνετὸς καὶ ἐπιφανὴςμητροπολίτης Κασανδρείας Εἰρηναῖος,ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴνδικαιοδοσία τοῦ ΟἰκουμενικοῦΠατριαρχείου, πρὸ τῆς παραχωρήσεωςδηλαδὴ τὸ 1928 τῶν λεγομένων «ΝέωνΧωρῶν» ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆςἙλλάδος, γράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο τουἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ ἉγίουὌρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποίαἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε στὴνμεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούποληςκαὶ τῆς Ἀθήνας. Τοῦ λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν». Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη: «Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις· ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρουτου Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12].
Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό, ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος; Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]
Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ καταγγείλουν«ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση[14].
γ) Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης καὶ τὸ Ἅγιον Όρος
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ στὴν ἐπαρχία του, στὴν Χαλκιδική, καὶ ἔναντι τῶν Ἁγιορειτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του. Γράφει ὅτι τὰ «θρησκευτικὰ ζητήματα λύονται καὶ ρυθμίζονται διὰ τῆς πειθοῦς καὶ καλωσύνης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς βίας καὶ δυναστείας». Καὶ συνεχίζει:«Τρανὴ ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ στάσις τῆς Χαλκιδικῆς εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, παρ᾽ ὅλον ὅτι εἶναι συνδεδεμένη γεωγραφικῶς μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει Παλαιοημερολογιτισμὸς ἐν αὐτῇ καθ᾽ ὅλην τὴν ἔκτασίν της, μόνον 15 οἰκογένειαι εἶναι μὲ τὸ παλαιὸν εἰς τὸ χωρίον Νικήτη, καὶ αὗται ἐξυπηρετοῦντο ὑπὸ ἱερέως τῆς Μητροπόλεως καὶ μόνο ἀπὸ διετίας ἀπέκτησαν ἴδιον ἐφημέριον. Τοῦτο δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν τότε Μητροπολίτην Κασσανδρείας ἀείμνηστον Εἰρηναῖον, ἀπολαμβάνοντα μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως παρὰ τῷ κλήρῳ καὶ λαῷ αὐτῆς ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἁγιορείταις μοναχοῖς. Ὅτε ἐγένετο ἡ ἀλλαγή, ἔτρεξαν καὶ τὸν συνεβουλεύθησαν οἱ ὡς ἄνω καὶ τῶν δύο Μητροπόλεων τοῦ Νομοῦ, ὡς καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Μετοχίων καὶ τὸν ἠρώτων τὶ νὰ κάμωμεν Σεβασμιώτατε; Τοῖς ἀπήντα μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ Παύλου. Ἐντολὴν Θεοῦ δὲν ἔχω ἐπ᾽ αὐτοῦ, καθότι δὲν ἐγένετο ὡς ἔπρεπε δι᾽ αὐτὸ καὶ εἶμαι διχασμένος. Θεωρητικῶς εἶμαι μὲ τὸ παλαιόν, πρακτικῶς δὲ μὲ τὸ νέον, τὸ παλαιὸν σέβομαι ὡς ἡνωμένον μὲ τὴ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνας, ἀλλὰ δὲ μοὶ ἐπιτρέπεται νὰ παρακούσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὸ νέον. Σεῖς κάμετε, ὅπως σᾶς φωτίση ὁ Θεός, δὲν σᾶς λέγω τίποτε ἄλλο, εἰμὴ ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθῶ χωρισμόν σας ἀπὸ τὴν Μητρόπολίν σας καὶ τὸν Μητροπολίτην σας. Τοῦ ἔλεγον ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδήλωσεν ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ τὸ νέον. Ὀρθῶς, τοῖς εἶπεν· τὴν στάσιν τῶν Πατέρων ἐγκρίνω καλὴν καὶ πιστεύω ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ τὴν δεχθῆ, διότι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὴν ἀρχαίαν τάξιν. Τὸ ἡμερολόγιον τοῖς ἔλεγε δὲν εἶναι δόγμα οὔτε κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ζήτημα τάξεως, καὶ δι᾽ αὐτὸ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ μετέπεισεν ὅλους καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅταν ὅμως συνῆλθεν ἡ Ἱεραρχία τὸ 1931 διὰ τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θελόντων ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ. Ἐψήφισαν καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ τὸ ἐπιτύχη· ἐπὶ 61 Ἀρχιερέων, οἱ 28 ἐψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ Παλαιοῦ καὶ 33 ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ νέου»[15].
...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου