30 Μαρτίου 2021

Καλό άγώνα σέ όλα τά άδέλφια, σέ όλόκληρη τήν Έλλάδα καί σέ όλο τόν κόσμο άπό τήν Θεσσαλονίκη.

Καλό άγώνα σέ όλα τά άδέλφια, σέ όλόκληρη τήν Έλλάδα καί σέ όλο τόν κόσμο άπό τήν Θεσσαλονίκη.

28 Μαρτίου 2021

Δείτε τα βίντεο "Α' και Β' ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΜΕ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΧ" στο YouTube

Δείτε τα βίντεο "Α' και Β' ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΜΕ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΧ" στο YouTube
Α' ΜΕΡΟΣ https://youtu.be/WgHO0oqyBeM
Β' ΜΕΡΟΣ https://youtu.be/c9wgW8jD_So

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ. Η Παράδοση της Εκκλησίας. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Κατά του Οικουμενισμού (ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ)

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ. Η Παράδοση της Εκκλησίας. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Κατά του Οικουμενισμού (ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Το 379 ο άγιος Γρηγόριος με απόφαση της συνόδου της Αντιόχειας πήγε στη Κωνσταντινούπολη να στηρίξει τους Ορθοδόξους που κινδύνευσαν από την αίρεση του αρειανισμού. Πατριάρχης τότε ήταν ο Δημόφιλος, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού. Ο άγιος Γρηγόριος στη Κωνσταντινούπολη δεν είχε καμιά σχέση και «κοινωνία» με τον Πατριάρχη Δημόφιλο. Δεν «μνημόνευε» το όνομά του όταν λειτουργούσε στο ταπεινό και περιφρονημένο εκκλησάκι της αγίας Αναστασίας, γιατί όλους τους άλλους ναούς της Πόλης τους κατείχαν οι αρειανοί. Τότε μάλιστα είπε ο άγιος Γρηγόριος την ιστορική φράση: « Αυτοί έχουν τους οίκους, εμείς τον ΄Ενοικον»! Μετά από δύο χρόνια, το (381) συνήλθε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία όχι μόνο δεν τιμώρησε ως σχισματικό τον άγιο Γρηγόριο, αλλά τον εξέλεξε και Πρόεδρο της. Ο άγιος Κύριλλος Το 428 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Νεστόριος, ο οποίος δεν έπαυσε την «κοινωνία» με τον Ευτυχή, όταν κήρυξε από τον άμβωνα της αγίας Σοφίας ότι η Παναγία πρέπει να ονομάζεται «Χριστοτόκος» και όχι Θεοτόκος»! Την αντικανονική αυτή στάση του Νεστορίου οι πιστοί θεώρησαν ως συμφωνία του με τις κακοδοξίες του Ευτυχή, όπως και πράγματι ήταν. Οι πιστοί αμέσως έφυγαν απ’ το ναό και δεν εκκλησιάζονταν σε καμιά εκκλησία, επειδή μνημονεύονταν ο Νεστόριος. Ακόμα δεν είχε συνέλθει καμιά Σύνοδος να καταδικάσει τον Ευτυχή και το Νεστόριο, με τους οπαδούς τους, που κοινωνούσαν μαζί τους. Ο άγιος Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, με επιστολές του, προς τον κλήρο και το λαό της Πόλης, τους παρότρυνε προς τούτο. Ύστερα από τρία χρόνια, το έτος 431 μ.Χ. συνήλθε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία δικαίωσε τον άγιο Κύριλλο, όσους είχαν πάψει το «μνημόσυνο» του Νεστόριου και καταδίκασε το Νεστόριο! Ο άγιος Μάξιμος Τον έβδομο αιώνα ταλάνιζε την Εκκλησία η αίρεση του Μονοθελητισμού. ΄Όλοι, οι τότε Πατριάρχες είχαν υποκύψει στην αίρεση αυτή. Ο μόνος, που έμεινε ακλόνητος στην Ορθοδοξία ήταν ο μοναχός άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, με τους δύο μοναχούς μαθητές του. Οι τρεις αυτοί μοναχοί έπαψαν την «κοινωνία» με όλους τους Πατριάρχες. Διώχτηκαν φοβερά. ΄Έκοψαν το χέρι του αγίου Μαξίμου, για να μη γράφει, και τη γλώσσα, για να μη ομιλεί. Τον αναθεμάτισαν και τον εξόρισαν στον Καύκασο, σε ηλικία 80 ετών. ΄Όλα αυτά συνέβησαν είκοσι χρόνια προτού συνέλθει το 680 μ.Χ. η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταδίκασε την αίρεση, αναθεμάτισε όλους τους τότε Πατριάρχες Ανατολής και Δύσεως, και δικαίωσε τον άγιο Μάξιμο με τους δύο μαθητές του μοναχούς! Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός Την εποχή της εικονομαχίας (754 – 842 ) άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός πολεμά την αίρεση αυτή. Δεν έχει καμία «κοινωνία» με εικονομάχους επισκόπους. Συνέρχεται το 754 Οικουμενική Σύνοδος στην Ιέρεια η οποία τον αναθεμάτισε. Μετά τριάντα τρία χρόνια, συνήλθε ή Ορθόδοξη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία αποκήρυξε την Σύνοδο της Ιέρειας, ως αιρετική, καταδίκασε τους εικονομάχους και δικαίωσε τον μοναχό Ιωάννη Δαμασκηνό! Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης Την ίδια εποχή της Εικονομαχίας ο μοναχός άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης διέκοψε το «μνημόσυνο» του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κακοποιήθηκε, καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε. Και όλα αυτά μετά από δύο εικονομαχικές Συνόδους των ετών 754 και 815 μ.Χ. Η αναστήλωση των αγίων εικόνων τον δικαίωσε και μέχρι σήμερα μακαρίζεται στους ναούς της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γερμανός Την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, οι Λατίνοι επίσκοποι είχαν διώξει τους Ορθόδοξους επισκόπους και επέβαλαν με τη βία το «μνημόσυνό» τους στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα μοναστήρια.. Οι Ορθόδοξοι δεν εκκλησιάζονταν στους ναούς τους, επειδή μνημονεύονταν οι Λατίνοι επίσκοποι. Τότε μάλιστα μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια από τους Λατίνους οι δεκατρείς οσιομάρτυρες μοναχοί της Καντάρας. Ο άγιος Γερμανός, που τότε ήταν ΠατριάρχηςΚωνσταντινουπόλεως, σε γράμμα του στους Ορθοδόξους της Κύπρου, απαγορεύει κάθε «οικονομία» στο θέμα του «μνημοσύνου», έναντι οιουδήποτε τιμήματος. «Όσοι της καθολικής εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί τη Λατινική υποταγή, και μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν. Κρείσσον γαρ εστί εν τοις οίκοις υμών προσεύξασθαι κατά μόνας, ή επ’ εκκλησίαις συνάγεσθε μετά Λατινοφρόνων» (βλ. Κ. Σάθα, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, Αθήνα 1972, σ. 18 Οι αγιορείτες οσιομάρτυρες επί Βέκκου Μετά τη ψευδοσύνοδο της Λυώνος (1274), την οποία υπέγραψε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και δέχθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Βέκκος, οι αγιορείτες έπαυσαν το «μνημόσυνό» του. Το 1280 πήγαν στο άγιο Όρος ο αυτοκράτορας με τον Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο, αποφασισμένοι να επιβάλλουν το «μνημόσυνο» του Λατινόφρονα Πατριάρχη. Οι μοναχοί αντέδρασαν. Πολλοί μαρτύρησαν. Άλλοι καρατομήθηκαν. Άλλοι απαγχονίστηκαν. Άλλοι πυρπολήθηκαν, Άλλοι καταποντίστηκαν στη θάλασσα. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Το 14ο αιώνα ο τότε μοναχός ( και μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) άγιος Γρηγόριος Παλαμάς έπαυσε το μνημόσυνο του Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα, επειδή συμφωνούσε με τις κακοδοξίες του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο άγιος Γρηγόριος αναθεματίστηκε από σύνοδο και φυλακίστηκε τέσσερα χρόνια. Η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος των ετών 1341-1351, τον δικαίωσε. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός Την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439) δεν υπόγραψε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος δεν δέχτηκε να μνημονεύει το νέο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, που ήταν Λατινόφρονας. Δεν δέχτηκε «κοινωνία» ούτε με κανένα άλλο επίσκοπο, που είχε «κοινωνία» με το Μητροφάνη. Η σύνοδος της Φλωρεντίας συγκλήθηκε ως Οικουμενική» Σύνοδος και οι αποφάσεις της ήταν νόμος του κράτους. Τις αποφάσεις της ακύρωσε και καταδίκασε η Πανορθόδοξη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1484 μ.Χ. Η τελευταία του υποθήκη, προτού πεθάνει ήταν: «Εκφεύγειν άπασι τρόποις την κοινωνίαν αυτού (του πατριάρχου) και μήτε συλλειτουργείν αυτού, μήτε αρχιερέα τούτον, αλλά λύκον και μισθωτόν ηγείσθε» ( βl. 160, 1097). Ο Γεννάδίος Σχολάριος Ο Γεννάδιος Σχολάριος υπήρξε μαθητής του αγίου Μάρκου Ευγενικού και πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με το «μνημόσυνο» του επισκόπου από τους πιστούς γράφει ο Γεννάδιος: «Η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων, και η τελεία υποταγή προς τους γνησίους ποιμένας εκφράζεται με το μνημόσυνο. Οι Σύνοδοι και οι άλλοι Πατέρες ορίζουν, ότι αυτών που αποστρεφόμεθα το φρόνημα, (αυτών) πρέπει να αποφεύγουμε και την κοινωνία» ( βλ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα προς τους εκκλησιαστικούς... περιοδικό Ο όσιος Γρηγόριος Αγίου Όρους, αριθμ.21, σελ.23 ). Ο Σέρβος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας Τέλος παραθέτουμε και μιά γνώμη του Κανονολόγου Νικοδήμου Μίλα, που έζησε τον προηγούμενο αιώνα στη Σερβία. Λέγει: «Εάν Επίσκοπός τις ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξηται να διακηρύττη δημοσία επ’ εκκλησίας αιρετικήν τινά διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα άμα και χρέος ν’ αποσχοινισθώσι πάραυτα του επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου εκείνου, διό ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσιν υποβληθή κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και επαινεθή εισέτι, καθ΄ όσον δια τούτου δεν κατέκριναν και δεν επανεστάτησαν εναντίον των νομίμων επισκόπων, αλλ’ εναντίον ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων, ούτε και εγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ’ αντιθέτως απήλλαξαν την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν, του σχίσματος της διαιρέσεως» ( βλ. Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεθ’ ερμηνείας, Ι Ι, Novi Sad, σ. 290 – 291, μτφρ. εκ της Σερβικής υπό Ιερομ. – νυν επισκόπου- Ειρηναίου Μπούλοβιτς).

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΟΔΟΣ ΚΑΘΑΡΣΕΩΣ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΩΣΕΩΣ Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην Μοναχήν. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΟΔΟΣ ΚΑΘΑΡΣΕΩΣ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΩΣΕΩΣ Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην Μοναχήν. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πρὶν τὰ τελευταῖα εἴκοσι ἔτη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἦτο σχεδὸν ἄγνωστος εἰς τὸν Ὀρθόδοξον Ἑλλαδικὸν χῶρον, ὄχι μόνον εἰς τοὺς πολλοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς διανοουμένους καὶ τοὺς Θεολόγους ἀκόμη. Εἶναι ἀρκετὸν νὰ ρίψῃ κανεὶς ἓν βλέμμα μόνον εἰς τὴν ἐν χρήσει ἀπὸ πεντηκονταετίας «Πατρολογίαν» τοῦ καθηγητοῦ τοῦ ἐν Ἀθήναις Πανεπιστημίου Δ. Μπαλάνου, διὰ νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ἡ ἄγνοια περὶ τὸ θειότατον πρόσωπον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἦτο προτιμωτέρα τῆς μεταχειρίσεως, ποὺ ὑφίστατο ἀπὸ Ὀρθοδόξους Θεολόγους. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶμεν, ὡς πρὸς ποίους ἀνήκει ἡ τιμὴ τῆς ἀποκαλύψεως τῆς παλαμικῆς Θεολογίας, ἥτις ἀποτελεῖ μίαν δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Πάντως ἀπὸ εἰκοσαετίας καὶ ἐντεῦθεν, πολλὰ συνετέλεσαν εἰς τὴν προβολὴν τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Παλαμᾶ καί, κατ᾿ἐπέκτασιν, εἰς τὸν ἀναβαπτισμὸν τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογικῆς σκέψεως ἐντὸς τῶν κρυσταλλίνων ὑδάτων καὶ τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν τῆς ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἤδη, οὐδεὶς Θεολόγος Ὀρθόδοξος, πάσης γλώσσης, σεβόμενος ἑαυτόν, δύναται νὰ θεολογήσῃ χωρὶς νὰ ἀναχωρήσῃ ὡς ἀπὸ ἀφετηρίαν, ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Πρέπει δὲ νὰ διευκρινισθῇ, ὅτι ἡ διδασκαλία του δὲν εἶναι ἀπομεμονωμένον τι θεωρητικὸν σύστημα, εἷς «Παλαμισμός» ὡς ἤθελον αὐτὴν οἱ ἀγνοοῦντες - ἀλλὰ αὐτὴ αὕτη ἡ ὀρθόδοξος πνευματικὴ παράδοσις, τὴν ὁποίαν, ἐκ λόγων ἱστορικῶν, ὑπεχρεώθη νὰ ἀναπτύξῃ μετ᾿ ἰδιαζούσης σαφηνείας καὶ δυνάμεως. Τὸ δὲ θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸν τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς παραδόσεως, εἶναι ὁ πραγματισμός, τὸ γεγονός, ἡ ὑπαρκτικότης, ὁ πνευματικὸς ρεαλισμός, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν ἄνευ «ἀντικρύσματος» Δυτικὸν συλλογισμόν. Ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἡ θεολογία ἀποτελεῖ μαρτυρίαν τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοοῦμεν δέ, ὡς σωφρονοῦσα Ἐκκλησία, πᾶσαν ἄλλην μεθοδολογίαν, ποὺ δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ ἐσωτερικὰ γεγονότα καθολικῆς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πείρας καὶ ζωῆς. Καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν τὴν Δυτικὴν σκέψιν, τὴν μεταβαλλομένην εἰς θεολογίαν, βάσει τῶν Ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν διανοήσεως, ἐπὶ τῷ λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τῆς μυστικῆς σχέσεως Θεοῦ καὶ ψυχῆς, διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τὴν ὁποίαν ἀρνεῖται. Διὸ καὶ σήμερον, ὅτε οἱ ἄνθρωποι ἀπέλπιδες, ὕστερα ἀπὸ τὴν πικρὰν πεῖραν τῆς τῶν πάντων γεύσεως, ζητοῦν διψαλέως πηγὰς ἀναψύξεως καὶ μίαν λυτρωτικὴν ὑπαρξιακὴν αἴσθησιν, ἡ Ὀρθόδοξος ὑπαρξιακὴ πνευματικὴ παράδοσις, ἐκφραζομένη διὰ τῆς πλουσιωτάτης Παλαμικῆς γραμματείας, ἀποτελεῖ μοναδικὴν προσφορὰν εἰς τὴν ἀγχώδη ἐποχήν μας. Ἑπόμενον εἶναι νὰ χαίρῃ πᾶς τις Ὀρθόδοξος διὰ τὴν πλήθυνσιν τῶν περὶ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον μελετῶν καὶ διὰ τὴν ἔκδοσιν τῶν Ἀπάντων του, ὑπὸ τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Ἐκ τοῦ κειμένου τούτου προκύπτει, ὅτι τὴν Ἐπιστολὴν -Λόγον ἔγραψεν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μετὰ τὴν τετραετῆ σχεδὸν φυλάκισίν του ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἤτοι μετὰ τὸ ἔτος 1345. Ἐκδηλώνει τὴν ἀπαρέσκειάν του νὰ γράφῃ, ἐκτὸς τοῦ λόγου, ὅτι κινδυνεύουν νὰ παρανοηθοῦν τὰ γραπτά του, ὡς συνέβη καὶ κατὰ τὴν περίοδον τῶν Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ συγγραφὴ ἀντίκειται πρὸς τὴν ἐσωστρέφειαν τῶν Ἡσυχαστῶν. Παρὰ ταῦτα ὅμως, δι᾿ ὑπακοήν, ἀποφασίζει νὰ γράψῃ τὰς ἀπόψεις του. Ὅπως ἀνεφέρθη καὶ ἀνωτέρῳ, ὅ,τι γράφει ὁ Ἅγιος Πατήρ, δὲν εἶναι στοχασμός, δὲν εἶναι φανταστικὴ σύλληψις, εἶναι ξένον πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, εἶναι ἄσχετον πρὸς τὸν συλλογισμόν. Εἶναι προσωπικὴ ἐμπειρία, εἶναι μεθέξεως τοῦ Θείου καρπός, εἶναι ἀκτινοβολία ἐκ τῆς μυστικῆς συναντήσεως τῆς ἐν Χριστῷ κεκαθαρμένης ψυχῆς του μετὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὸ καὶ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ ὅλου θέματός του, γίνεται ὄχι μὲ βάσιν τοὺς κανόνας τοῦ καλολογικῶς γράφειν, ἀλλὰ κατὰ μίαν ἐσωτερικὴν «τάξιν» καὶ «ἐπαγωγήν», κατὰ τὴν πεῖραν τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως, ἐλλάμψεως καὶ μυστικῆς ἑνώσεώς του, ὅπως παρατηρεῖται εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας. Οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπεβάλλοντο εἰς κάματον συγγράφοντες, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἐμαρτύρουν τὰ βιώματά των κατὰ τὴν τάξιν τοῦ πνευματικοῦ νόμου, τῆς «νομίμου ἀθλήσεως», ποὺ ἄρχεται ἐκ τοῦ πολέμου κατὰ τῶν παχυλοτέρων παθῶν, διέρχεται διὰ τῆς ἀπαθείας καὶ καταλήγει - ἂν ὑπάρχῃ κατάληξις εἰς τὴν πορείαν πρὸν τὸν ἄπειρον Θεὸν ἐν τῷ φωτὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι δὲ ἐξηγεῖται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, διὰ τοὺς Πατέρας, ἦτο ἀνύπαρκτος ὁ κάματος τοῦ νοῦ, ἡ διανοητικὴ ὑπερκόπωσις, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν συγγραφῶν των, ἐνῶ συγχρόνως ἐνήστευον, ἠγρύπνουν καὶ προσηύχοντο ἀδιαλείπτως. Ἡ ἐπιστολή, λοιπόν, πρὸς Ξένην, ἀκολουθεῖ τὴν ὁδόν, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ζωὴν τῆς ψυχῆς. Διὸ καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν διαπίστωσιν, ὅτι ἡ ἀθάνατος οὐσία τῆς ψυχῆς ἀποθνήσκει ἠθικῶς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποφαίνεται, ὅτι ζωὴ κυρίως εἶναι ἡ ἕνωσις τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ. Κατόπιν ἀναπτύσσει, ὅτι ὁ παρὼν καιρὸς ἀποτελεῖ χορηγίαν φιλάνθρωπον τοῦ Θεοῦ πρὸς μετάνοιαν. Ἐν συνεχείᾳ ἀξιολογεῖ τὴν παρθενίαν ἔναντι τοῦ ἐγγάμου βίου, τὴν ὁποίαν θεωρεῖ ἀνωτέραν, ἀλλὰ καὶ διευκολύνουσαν τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν γάμον, ὅστις εἶναι πλήρης θλίψεως καὶ ἐμποδίων. Ἐννοεῖται δέ, ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει εἰς τὴν νύμφην τοῦ Χριστοῦ -Μοναχὴν οὐδεμίαν δυνατότητα σχέσεών της μετὰ τῶν κατὰ σάρκα συγγενῶν της. Μοναδικὸς εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ «μακαρισμοῦ τῶν πτωχῶν ἐν πνεύματι», τὸν ὁποῖον βλέπει ὡς τὴν βάσιν πάσης πνευματικῆς ἐργασίας ἐν συνδιασμῷ πρὸς τὸ πένθος. Ὁ ἴδιος ἔχει βαθυτάτην καὶ μακρὰν ἐμπειρίαν τοῦ πένθους καὶ τῶν δακρύων, ὅτε διήρχετο τὰς μακρὰς καὶ λευκὰς νύκτας του εἰς τὰς ἐρήμους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὀλολύζων καὶ στενάζων διὰ τῆς συνταρακτικῆς κραυγῆς πρὸς τὴν Θεοτόκον· «Φώτισόν του τὸ σκότος, φώτισόν μου τὸ σκότος». Καὶ εἶναι δὲ ἐντεῦθεν γνωστὴ ἡ ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου ἐπανειλημμένως πρὸς τὸν ἀγαπητόν της Γρηγόριον ὡς καὶ τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας, ὅπερ ἐδωροφόρησεν εἰς αὐτόν… Κατόπιν τῆς περὶ πένθους ἀναλύσεως, μεταβαίνει εἰς τὸ ἀνθρωπολογικὸν πρόβλημα τοῦ «τριμεροῦς» τῆς ψυχῆς, διὰ νὰ ἀναπτύξῃ τὸ θέμα τῶν σχέσεων τοῦ θυμικοῦ, τοῦ λογιστικοῦ καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μὲ τὰ ἀνάλογα πάθη, τῆς φιλαργυρίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ἀνθρωπαρεσκείας, τῆς γαστριμαργίας καὶ ἄλλα. Μετὰ ταῦτα, ἀφοῦ ἀναφέρει τὰς διαφόρους μορφὰς καὶ τὰς ἐνεργείας τῶν παθῶν, ὑποδεικνύει ὡς βασικὰ μέσα θεραπείας τὴν ἄσκησιν, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν προσευχήν. Ἐπίσης ἀναλύει τὴν φύσιν τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ἀπαραιτήτους διὰ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὡρίμανσίν της εἰς τὰς ἀρετάς, ἐφ᾿ ὅσον, βεβαίως, ὑπομένει τις μετ᾿εὐχαριστίας. Ἐπανερχόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸ ἀγαπητόν του θέμα τοῦ πένθους καὶ τῆς πτωχείας, ποὺ ἐμακάρισεν ὁ Κύριος, ἐξαίρει τὰς εὐεργετικὰς ἐνεργείας των ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπισημαίνει τὰς ἀντιπνευματικὰς μορφάς των, αἵτινες ὁδηγοῦν εἰς τὸν θάνατον τῆς ψυχῆς. Ἀκολούθως ἐκθέτει τὰς προϋποθέσεις ἀποκτήσεως τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης, καρπὸς ἄμεσος τῶν ὁποίων εἶναι ἡ χαρὰ καὶ «ὁ γέλως τῆς ψυχῆς». Κατὰ τρόπον ἁγιοπνευματικῶς ἐπαγωγικόν, ὁ νοῦς, τοῦ οὕτω πως σχόντος τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀγάπην, ἀνέρχεται ὑπεράνω ὄχι μόνον τῆς νοήσεως, ἀλλὰ καί τῶν νοητῶν καὶ εἰσέρχεται ἐντὸς τοῦ φωτὸς τῆς Ἁγίας καὶ μακαρίας Τριάδος. Τότε δέ, ὄχι μόνον ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει τοῦ θείου καὶ ἀκτίστου φωτός, ἀλλὰ μεταδίδει καὶ πρὸς τὸ σῶμα «πολλὰ τοῦ θείου κάλλους τεκμήρια», ὁπότε ὁ ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς ἕξεως ἐν τῇ ἀρετῇ, καθίσταται δυσκίνητος ἢ ἀκίνητος πλέον πρὸς τὸ κακόν. Εἰς τὴν κατάστασιν δὲ αὐτὴν ἀκολουθοῦν χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως. Τελευτῶν, ὁ μέγας Ἡσυχαστὴς καὶ μύστης τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἐπανέρχεται διὰ νὰ ὑπογραμμίσῃ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ τῆς προσλήψεως τοῦ πνευματικοῦ πένθους, ὅπερ ἀποτελεῖ πηγὴν ἀγαλλιάσεως. Καὶ διὰ μιᾶς τελευταίας ἀποστροφῆς, ἀπευθύνεται μετ᾿ ἐμφάσεως πρὸς τὴν Μοναχὴν Ξένην: «Ἀλλὰ δεῦτε καὶ ἡμεῖς ἐν μακαριστῇ πτωχείᾳ προσπέσωμεν καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἵνα καὶ τὰ προημαρτημένα ἀπαλείψωμεν καὶ πρὸς τὴν κακίαν ἀκινήτους ἑαυτοὺς ποιήσωμεν καὶ τοῦ Παρακλήτου ἐπιτύχωμεν». Ἡ πρὸς Ξένην Ἐπιστολὴ ἐποτελεῖ σύνοψιν τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Βάσει αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας, συγκροτουμένης ἐξ Εὐαγγελικῶν καὶ παραδοσιακῶν στοιχείων, διώδευσαν τὰ πλήθη τῶν Ἁγίων τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμένην ὁδόν». Διὰ τὴν ἐποχήν μας ἔχει σημαντικὴν σημασίαν, διότι ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν ἀνθρωπιστικῶν ρευμάτων, τὰ ὁποῖα πνέουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, νοθεύεται ἡ πνευματικὴ Ὀρθόδοξος παράδοσις, μὲ συνέπειαν, ἀντὶ νὰ πορευώμεθα εἰς τὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν αἰωνίαν ἀγαλλίασιν, ἀποτελματούμεθα εἰς τὴν περιοχὴν τῶν σκοτεινῶν καὶ δαιμονικῶν παθῶν μας. Ἐντεῦθεν χάνομεν τὰ Ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ ἀρχίζομεν νὰ φιλοσοφῶμεν, παραδιδόμενοι εἰς τοὺς ἀκαθάρτους διαλογισμούς μας καὶ τὰ ἰνδάλματα τῆς ἐμπαθοῦς καρδίας μας. Ἑπόμενον δὲ εἶναι νὰ μὴ θεωρῶμεν τὸν Μοναχισμὸν ὡς «φῶς κοσμικοῖς», ὅπως ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἐν τῇ ἁγίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τὸ γνησιότερον ἐκπορευτὸν καὶ τὸν ἁπλανῆ πνευματικὸν κανόνα ζωῆς ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὰ ἔγραφα (Μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης) κατὰ τὴν α’ ἔκδοσιν ἐν μεταφράσει τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς τὴν σεμνοτάτην Ξένην τὸ 1974. ( Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Κυψέλης Θεσ/νίκη 1974) ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΡΙΜΝΑΝ Σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν ἐντελῶς ἡσυχαστικῶς, εἶναι δυσάρεστη ὄχι μόνο ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς λαϊκούς, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Μοναχούς, διότι διακόπτεται ἡ συνεχὴς καὶ γλυκυτάτη μὲ τὸν Θεὸν ἕνωσις. Καὶ τὸ ἑνιαῖο τοῦ νοῦ, στὸ ὁποῖο συνίσταται ὁ ἔσω καὶ ἀληθινὸς Μοναχός, σχίζεται σὲ δύο καὶ κάποτε σὲ πολλὰ μέρη. Γι᾿αὐτὸ καὶ κάποιος ἅγιος Πατήρ, ὅταν ρωτήθηκε «γιατὶ ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους»; ἀπάντησε ὅτι, «ἐπειδὴ δὲν μπορῶ ταυτοχρόνως νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεὸν καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους». (ἐννοεῖ τὸν ἅγιο Ἀρσένιο). Ἄλλος πάλι ἅγιος Πατήρ, ἀναπτύσοντας ἐκ πείρας τὸ σημεῖο αὐτό, λέγει ὅτι «ὄχι μόνο ἡ συναναστροφή, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ θέα τῶν ἀνθρώπων δύναται νὰ βλάψῃ τὴν σταθερότητα τῆς ἡσυχίας, ἐκείνων ποὺ ἡσυχάζουν κατὰ διάνοιαν». (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σῦρος). Ἂν κανεὶς ἐξετάση ἀκριβέστερα, καὶ αὐτὴ ἡ μνήμη τῆς ἀναμονῆς κάποιου καὶ τῆς συναναστροφῆς μαζί του, δὲν ἀφήνει ἀσάλευτο τὸ νοερὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ συγγράφει καλύπτει τὸν νοῦ του μὲ θορυβώδεις μέριμνες. Καὶ ἂν μὲν αὐτὸς ποὺ γράφει εἶναι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐπρόκοψαν καὶ ἔφθασαν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λόγῳ ψυχικῆς ὑγείας, ἔχει μὲν ἐνεργοῦσα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω γράφοντας, πάντως ὅμως χωρὶς τὴν ἀμεσότητα καὶ καθαρότητά της. Ἂν ὅμως αὐτὸς ποὺ γράφει εἶναι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ πέφτουν σὲ πολλὰ ψυχικὰ νοσήματα καὶ πάθη, ὅπως ἀληθινὰ εἶμαι ἐγώ, καὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ βοοῦν συνεχῶς πρὸς τὸν Θεόν, «ἴασαί με, ὅτι ἥμαρτόν σοι», δὲν εἶναι λογικὸ νὰ γράφουν πρὸ τῆς θεραπείας των, νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἀσχολοῦνται ἑκουσίως μὲ ἀδιάφορα πράγματα. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐκεῖνος ποὺ γράφει ἀναστρέφεται μὲ μὴ παρόντες ἄνθρωπους, μὲ τίς συγγραφές. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους μεταδίδονται τὰ γραπτά - καὶ σ᾿ἐκείνους ποὺ δὲν ἤθελε ἀκόμη -τὰ ὁποῖα παραμένουν καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσι τοῦ συγγραφέως. Γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἡσυχαστὰς Πατέρας δὲν ἤθελαν νὰ γράψουν τίτοτε, ἂν καὶ ἦσαν σὲ θέσι νὰ γράψουν ὠφελιμώτατα καὶ σπουδαῖα πράγματα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν καὶ ὑστερῶντας σὲ ὅλα ἀπέναντι στὴν ἀκρίβεια τῶν Πατέρων, συνήθιζα νὰ γράφῳ, ἀλλὰ ὅταν ἦταν ἀνάγκη. Τώρα ὅμως, μὲ κατέστησαν ἀπρόθυμο στὸ νὰ γράφῳ, αὐτοὶ ποὺ μὲ φθονεροὺς ὀφθαλμοὺς εἶδαν ὡρισμένες συγγραφές μου, ζητῶντας ἀφορμὲς γιὰ νὰ μὲ βλάψουν (ἐννοεῖ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς λοιποὺς ἀντιπάλους του). Οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸ Ἀρεοπαγίτη, ἐπηρεάζονται παθολογικῶς ἀπὸ τὰ ἀλφαβητικὰ στοιχεῖα. Ἀπὸ τίς ἄνευ οὐσίας γραμμὲς καὶ συλλαβὲς καὶ ἀκαθόριστες λέξεις, ποὺ δὲν εἰσέρχονται στὸ νοερὸ τῆς ψυχῆς των. Καὶ εἶναι, ἀλήθεια, παράλογο καὶ χυδαῖον, ἀλλὰ καὶ μὴ χαρακτηριστικὸν ἐκείνων, ποὺ θέλουν νὰ θεολογοῦν τὸ νὰ μὴ προσέχουν στὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπὸ τῶν λόγων, ἀλλὰ στὶς λέξεις. Ἐγὼ ὅμως γνωρίζω, ὅτι δικαίως ἔγινα στόχος στὶς κατηγορίες ἐκείνων, ὄχι διότι δὲν ἔγραψα σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρας. Αὐτὸ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Χριστοῦ καταφαίνεται στὰ γραπτά μου. Ἀλλὰ διότι συνέγραψα γιὰ θέματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἤμουν ἄξιος. Σὰν ἄλλος Ζᾶν, ὁμοίως ἐπιχείρησα νὰ συγκρατήσῳ μὲ τὸν λόγο τὸ ὄχημα τῆς ἀληθείας, ποὺ κινδύνευε νὰ ἀνατραπῇ (Βασιλ. στ'6-7). Πάντως ἡ τιμωρία, ποὺ ἐδέχθηκα ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἦταν σὲ βαθμὸ ὀργῆς, ἀλλὰ μετρίας παιδεύσεως. Γι᾿αὐτὸ καὶ οἱ ἀντίπαλοι δὲν ἐπετράπη νὰ μὲ ἐξολοθρεύσουν. Ἀσφαλῶς ὅμως καὶ τοῦτο ἦταν ἀπὸ τὴν ἀναξιότητά μου. Διότι ἐγὼ δὲν ἤμουν ἄξιος οὔτε ἱκανός, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, νὰ πάθῳ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ ἔτσι νὰ γίνῳ μὲ χαρὰ κοινωνὸς τῶν παθημάτων τῶν Ἁγίων. Τί λοιπόν; Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, ποὺ φέρει ἀκόμη ἄφθορο τὸ σῶμα του, ὁ ἑνωμένος μὲ τὴν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ποὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον μὲ ἀσφάλεια καὶ σαφήνεια συνέγραφε γλυκύτατα, αὐτὸς ὁ τόσο μέγας, δὲν ἐξεκόπη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν καταδικάσθη σὲ ἐξορία τάχα φρονῶντας καὶ γράφοντας τίς αἱρέσεις τοῦ Ὠριγένους; Ἀλλὰ λέγει καὶ ὁ κορυφαῖος Πέτρος τοῦ κορυφαίου χοροῦ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὅτι οἱ τότε ἀμαθεῖς, τὰ δυσνόητα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ μεγάλου Παύλου «ἐστρέβλουν πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β'Πέτρ. γ'16). Ἐγὼ ὅμως, γιὰ τὴν μικρὴν ἐνόχλησι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐστράφησαν ἐναντίον μου, ἂν καὶ κατεδικάσθησαν συνοδικῶς, ἐσκεπτόμουν νὰ ἀπόσχῳ τελείως ἀπὸ συγγραφές, ἐὰν σὺ τώρα, ὧ Ἱερὰ Πρεσβῦτις, δὲν ἐρχόσουν μὲ παρακλήσεις χρησιμοποιῶντας ἱκετευτικὰ γράμματα καὶ μηνύματα. Ἕως ὅτου μὲ ἔπεισες νὰ σοῦ ἀποστείλῳ πάλι παραινετικοὺς λόγους, ἂν καὶ γιὰ σένα δὲν ὑφίσταται πολλὴ ἀνάγκη παραινέσεων. Διότι ἔχεις, χάριτι Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὴν γεροντικὴν ἡλικία καὶ τὴν ἰσχυρὴ σύνεσι. Καὶ διότι ἀνέγνωσες τὸν νόμο τῶν Ἱερῶν παραγγελμάτων μὲ πολυετῆ πρᾶξι, διαμοιράζοντας τὸν βίο σου πότε στὴν ὑπακοὴ καὶ πότε στὴν ἡσυχία. Διὰ τῶν ὁποίων κατέστησες λεῖο τὸ σκεῦος τῆς ψυχῆς καὶ κατάλληλο γιὰ νὰ δεχθῇ καὶ νὰ συντηρήσῃ τὰ θεῖα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα. Ἀλλὰ τέτοια εἶναι ἡ φύσις τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐκυριεύθη ἀπὸ τὸν φόβο τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας. Γι᾿αὐτὸ καὶ ἡ Σοφία λέγει περὶ αὐτῆς ὅτι, «οἱ τρώγοντές με ἔτι πεινάσουσι». Καὶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἐμβάλλει στὴν ψυχὴ τὸν πόθον αὐτόν, λέγει γιὰ τὴν Μαρία ποὺ ἐπροτίμησε τὴν ἀγαθὴν μερίδα», ὅτι «οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿αὐτῆς» (Λουκ. ι',42). Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Οἱ λόγοι αὐτοὶ ὁμοίως πρέπουν σὲ σένα καὶ στὶς ἐν Κυρίῳ θυγατέρες (Μοναχὲς) τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, ποὺ ζοῦν ὑπὸ τὴν πνευματική σου καθοδήγησι. Καὶ μάλιστα στὴν σύνεσί σου, τὴν ὁποίαν ἔχεις ἐκ καταγωγῆς, ἀφοῦ ποθῆς νὰ νυμφευθῇς, τὸν χορηγὸ τῆς ἀφθαρσίας (Χριστόν), Αὐτόν, τὸν Ὁποῖον μιμεῖσαι. Ὅπως Ἐκεῖνος ἀνέλαβε ὑπὲρ ἡμῶν ἀληθέστατα τὴν δουλικὴ μορφή μας ἐπῆρες καὶ σὺ τὴν τάξι τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκη διδασκαλίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγώ, ἂν καὶ δὲν ἔχω λόγους καὶ μάλιστα τέτοιους λόγους, ἀλλὰ χάριν ὑπακοῆς καὶ γιὰ νὰ πράξῳ τὴν ἐντολὴν Ἐκείνου ποὺ εἶπε, ὅπως «δίδωμεν τῷ αἰτοῦντι» (Ματθ. ε’42), φανερώνοντας ἔτσι τὴν πρόθεσί μου, θὰ ἀποδώσω τὸ χρέος τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης. Γνώριζε, λοιπόν, ὦ Ἱερὰ Πρεσβῦτις, μᾶλλον δέ, ἀπὸ σένα ἂς μανθάνουν οἱ παρθένες, οἱ ὁποῖες ἐπροτίμησαν νὰ ζοῦν κατὰ Θεόν, ὅτι ὑπάρχει θάνατος καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ψυχὴ ἀκόμη, ἡ ὁποία εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατος· ὅπως καὶ ὁ ἠγαπημένος Θεολόγος λέγει· «ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον καὶ ἔστιν ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» (Α’Ἰω. ε’, 16-17). Θάνατο δὲ ἐδῶ, ἐννοεῖ βεβαίως τὸν ψυχικόν. Καὶ ὁ Μέγας Παῦλος λέγει, ὅτι «ἡ λύπη ἡ κατὰ κόσμον γεννᾷ τὸν θάνατον», ψυχικόν (Β'Κορ. ζ', 10). Καὶ πάλιν, «ἔγειραι ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» ( Ἐφεσ. ε’, 14) ἀπὸ ποίους νεκροὺς προστάζει νὰ ἐγερθῇ; Ἀπὸ ἐκείνους πάντως τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποθάνει γιὰ τίς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ποὺ «στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος σὰν νεκροὺς ἐχαρακτήρισεν ἐκείνους, ποὺ ζοῦν μέσα στὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Σ᾿ἐκεῖνον δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητές, ποὺ ἐζήτησε νὰ θάψῃ τὸν πατέρα του, δὲν ὑπεχώρησε, ἀλλὰ ἔδωσε ἐντολὴ ν᾿ἀφήση τοὺς νεκροὺς (κατὰ τὴν ψυχὴ) νὰ θάπτουν τοὺς νεκροὺς (κατὰ τὸ σῶμα). Ὁ Κύριος νεκροὺς ὠνόμασε τοὺς ζῶντας μὲν σωματικῶς καὶ νεκρωμένους στὴν ψυχή. Ὅπως δηλαδὴ ὁ χωριστμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἔτσι ἀκριβῶς ὁ χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴν εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς θάνατος, ὁ ψυχικός. Αὐτὸν τὸν θάνατον ἐσήμαινε καὶ μὲ τὴν ἐντολὴ στὸν Παράδεισο, ὅταν ἔλεγεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀδὰμ ὅτι «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγῃς ἀπὸ τοῦ ἀπηγορευμένου ξύλου, θανάτῳ ἀποθανῇς» (Γεν. β', 17). Διότι τότε ἐνεκρώθη ἡ ψυχή του μὲ τὴν παράβασι, μὲ τὸν χωρισμό της ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὡς πρὸς τὸ σῶμα ζοῦσε καὶ μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν ἐννεακοσίων τριάκοντα ἐτῶν. Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν παράβασιν, ὄχι μόνον ἀχρηστεύει τὴν ψυχὴ καὶ κάμνει καταραμένο τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα καθιστᾶ ἐμπαθές, πολύμοχθο καὶ φθαρτό. Καὶ τελικῶς τὸ παραδίδει στὸν θάνατον. Διότι τότε, μετὰ τὴν νέκρωσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παράβασιν, ἄκουσε ὁ χωματένιος πλέον Ἀδὰμ ὅτι «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου, ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι· καὶ ἐν τῷ ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθης· ὅτι γῆ εἶ, καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ',19). Ἂν δὲ καὶ κατὰ τὴν προσδοκωμένη δευτέρα παρουσία καὶ ἀνάστασι τῶν δικαίων θὰ ἀναστηθοῦν καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνόμων καὶ ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ τοῦτο θὰ γίνῃ γιὰ νὰ παραδοθοῦν στὸν «δεύτερον θάνατον» (Ἀποκ. κ'14), στὴν αἰώνιον ἐκείνη κόλασι, στὸν ἀκοίμητο σκώληκα, στὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων, στὸ ἐξώτερο καὶ ψηλαφητὸ σκότος, στὴην σκοτεινὴ καὶ ἄσβεστη φλόγα τῆς γεένης τοῦ πυρός, συμφώνως μὲ τὸν Προφήτη Ἱερεμία ποὺ λέγει, ὅτι «ἐκκαυθήσονται οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἅμα καὶ οὑκ ἔσται ὁ σβέσων» ( Ἱερ. δ',4). Αὐτὸ εἶναι ὁ «δεύτερος θάνατος», ὅπως ἀκριβῶς μᾶς ἐδίδαξε στὴν Ἀποκάλυψιν ὁ Ἰωάννης. Ἄκουσε, λοιπόν, τί λέγει καὶ ὁ Μεγάλος Παῦλος: «εἰ κατὰ σάρκα ζῆτε μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦσθε, ζήσεσθε» (Ρωμ. η'13). Ἐδῶ ζωὴ καὶ θάνατο, λέγει τὸν αἰώνιο· ζωὴ μὲν τὴν ἀπόλαυσι τῆς αἰωνίου Βασιλείας, θάνατο δὲ τὴν αἰώνιο κόλασι. Ἡ παράβασις τῆς θείας ἐντολῆς, ἑπομένως, ἀποβαίνει αἰτία τοῦ διπλοῦ θανάτου, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ κατὰ τὴν ἀτελείωτην ἐκείνη κόλασι. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς θάνατος, τὸ νὰ χωρισθῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴ θεία Χάρι καὶ νὰ συζευχθῇ μὲ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς ὁ θάνατος γιὰ τοὺς φρονίμους εἶναι ἀποκρουστικὸς καὶ φρικώδης. Αὐτὸς στοὺς νουνεχεῖς εἶναι ὁ φρικωδέστερος ἀπὸ τίς κολάσεις τῆς γεένης. Αὐτὸν τὸν θάνατον ἂς ἀποφύγωμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν δύναμί μας. Λοιπόν, ἂς τὰ ἀπορρίψωμε ὅλα, ἂς παραμερίσωμε τὰ πάντα, ἂς ἀποταχθῶμε ἀπὸ πάντων. Καὶ ἀπὸ σχέσεις καὶ ἀπὸ πράξεις καὶ ἀπὸ θελήματα, καὶ ἀπὸ ὅσα μᾶς ἔλκουν κάτω καὶ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅσα συνιστοῦν ἕνα τέτοιο θάνατον. Αὐτὸς ποὺ ἐφοβήθη τὸν αἰώνιο θάνατο καὶ διεφύλαξε τὴν ψυχή του ἀπὸ ἁμαρτίες, δὲν φοβᾶται τὸν φυσικὸ θάνατο, διότι ἐνοικεῖ ἐντός του ἡ ζωὴ τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία μὲ τὸν φυσικὸ θάνατο καθίσταται μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη. Ὅπως ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ὄντως ζωή. ΖΩΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Η ΕΝΩΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΝ Ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ μὲ τὸν Θεὸν ἕνωσις. Διότι ὅπως μὲ τὴν παράβασι τῶν πρωτοπλάστων, χωρισθεῖσα ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐνεκρώθη, ἔτσι μὲ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολές, ἑνουμένη μὲ τὸν Θεὸ ζωοποιεῖται. Γι᾿αὐτὸ λέγει, ὁ Κύριος, στὰ Εὐαγγέλια, ὅτι «τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ πνεῦμά ἐστι καὶ ζωὴ ἐστιν» ( Ἰω. στ'63). Αὐτὸ δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μαθὼν ἐκ πείρας, ἔλεγε πρὸς τὸν Κύριον ὅτι «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» ( Ἰω. στ'68). Ἀλλὰ εἶναι ρήματα ζωῆς αἰωνίου σὲ ἐκείνους ποὺ ὑπακούουν. Σὲ ἐκείνους δὲ ποὺ παρακούουν, αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τῆς ζωῆς γίνεται αἰτία θανάτου, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Ρωμ. ζ' 10). Ἔτσι καὶ οἱ Ἀπόστολοι, Χριστοῦ εὐωδία ὑπάρχοντες, στοὺς ἀναξίους ἦσαν ὀσμὴ θανάτου, στοὺς ἀξίους δὲ ὀσμὴ ζωῆς» (Β'Κορ. β',16). Ἡ ζωὴ δὲ αὐτή, δὲν εἶναι μόνον ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος, διότι καθιστᾶ ἀθάνατο καὶ τὸ σῶμα, μὲ τὴν ἀνάστασι. Ἐπειδὴ δὲν τὸ ἀπολυτρώνει ἁπλῶς ἀπὸ τὴν θνητότητα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἄληκτο θάνατο, δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὴ ταύτη τὴν αἰώνιο κόλασι. Χαρίζει δηλαδὴ καὶ στὸ σῶμα τὴν ἐν Χριστῷ αἰώνιο ζωή, τὴν ὄντως ἀθάνατη. Διότι ὅπως ἐπηκολούθησε ὁ θάνατος τοῦ σώματος τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν παράβασι καὶ τὴν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος ἐπέτρεψε στὴ γῆ καὶ ἔγινε χῶμα καὶ μετὰ τὸν σωματικὸ θάνατο πάλι ἐπηκολούθησε ἡ καταδίκη τῆς ψυχῆς στὸν ἅδη, ἔτσι καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὴν ὑπακοὴ τῶν Θείων ἐντολῶν, θὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ ἀνάστασις τοῦ σώματος καὶ θὰ ἑνωθῇ τὸ σῶμα πάλι μὲ τὴν ψυχή. Μετὰ τὴν ἀνάστασιν αὐτὴ θὰ ἀκολουθήσῃ ἡ πραγματικὴ ἀφθαρσία καὶ οἱ ἄξιοι θὰ εἰσέλθουν στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μεταστοιχειωθοῦν ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ θὰ ζοῦν ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Διότι λέγει ὁ Παῦλος, «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α’Θεσσ. δ'17). Ὅπως δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐκ φιλανθρωπίας ἔγινεν ἄνθρωπος, ἀπέθανε καὶ ἐχωρίσθη ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶμα του, χωρὶς ὅμως νὰ χωρισθῇ καὶ ἡ θεότης Του ἀπὸ αὐτὸ - γι᾿αὐτὸ καὶ ἀνέστησε τὸ σῶμα Του καὶ τὸ παρέλαβε στὸν Οὐρανὸν ἐν δόξῃ - ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ μὲ τοὺς εὐαρεστήσαντες στὸν Θεὸν ἐδῶ. Ἐπειδή, δηλαδή, αὐτοὶ ποὺ δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅταν ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὸ σῶμα των, κατὰ τὴν ἀνάστασι θὰ παραλάβουν καὶ τὸ σῶμα των πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ εἰσέλθουν μαζὶ μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ἐκεῖ, «ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. στ'20), γιὰ ν᾿ἀπολαύσουν καὶ τὴν μέλλουσα νὰ ἀποκαλυφθῇ δόξα ἐν Χριστῷ. Βεβαίως, ὄχι μόνο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου κοινωνοὶ θὰ γίνουν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναλήψεως καὶ θὰ μετάσχουν τῆς θείας ζωῆς Του. Ὅμως δὲν θὰ συμβῇ τὸ ἴδιο καὶ μὲ ἐκείνους, ποὺ ἔζησαν ἁμαρτωλὰ ἐδῶ καὶ εὑρέθησαν κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου χωρὶς καμία κοινωνία μὲ τὸν Θεόν. Καὶ ναὶ μὲν πάντες θὰ ἀναστηθοῦν, ἀλλ᾿ ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι». Ἐκεῖνος ποὺ ἐθανάτωσε τίς ἁμαρτωλὲς πράξεις τοῦ σώματος ἐδῶ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ζήση ἐκεῖ μὲ τὸν Χριστὸ αἰωνίως τὴν θείαν ὄντως ζωή. Ἐκεῖνος δὲ πάλι ποὺ ἔκανε ἀνενέργητην ἐδῶ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ πάθη, ἀλλοίμονον, θὰ συγκαταδικάζεται ἐκεῖ μὲ τὸν δημιουργὸν καὶ αἴτιον τῆς κακίας, παραδιδόμενος στὴν ἀφόρητη καὶ ἀσύληπτη σὲ φρίκη κόλασι, ὅπερ σημαίνει τὸν «δεύτερον θάνατον» καὶ ἀδιάδοχον. Ἄλλωστε, ποῦ ἔγινεν ἡ ἀρχὴ τοῦ πραγματικοῦ θανάτου, ἡ ὁποία ἐπροξένησε καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, τόσον τὸν πρόσκαιρον ὅσον καὶ τὸν αἰώνιο θάνατον; Δὲν ἔγινε στὴν περιοχὴ τῆς ζωῆς (μέσα στὴν Ἐδέμ); Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀμέσως τότε, ἀλλοίμονον, ὁ ἄνθρωπος κατεδικάσθη σὲ ἐξορία ἀπὸ τὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οἰκειώθη ζωὴ θανατηφόρα ποὺ δὲν ἅρμοζε πρὸς τίς θεῖες συνθῆκες τοῦ Παραδείσου. Ἑπομένως, καὶ ἡ πραγματικὴ ζωή, ποὺ προξενεῖ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τὴν ἀθάνατη καὶ ἀληθινὴ ζωή, σὲ αὐτὴ τὴν γῆ τοῦ θανάτου πρέπει νὰ κάμῃ τὴν ἀρχή της. Καὶ ὅποιος δὲν ἀγωνίζεται νὰ ἀποκτήσῃ τὴν Ζωὴν αὐτὴ στὴν ψυχή του ἀπὸ τώρα, ἂς μὴ ἐξαπατᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ μάταιες ἐλπίδες, ὅτι τάχα θὰ τὴν λάβη ἐκεῖ. Οὔτε νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι θὰ δεχθῇ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως. Διότι τότε θὰ εἶναι καιρὸς ἀποκαλύψεως καὶ τιμωρίας, ὄχι συμπαθείας καὶ ἐλέους· θὰ εἶναι καιρὸς ἀποκαλύψεως τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς, τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ· καιρός, ὅπου θὰ ἀποκαλυφθῇ ἡ «κραταιὰ καὶ ὑψηλὴ χείρ» ( Ἡσ.ε’,25 κ.ἄ.), κινουμένη σὲ κόλασι τῶν ἀπειθῶν. Ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον ἐμπέσει «εἰς χεῖρας τοῦ ζῶντος Θεοῦ». Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ λάβῃ πεῖρα τοῦ θυμοῦ τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ δὲν θὰ γνωρίσῃ ἀπ᾿ ἐδῶ μὲ τὸ θεῖο φόβο, τὸ κράτος τῆς ὀργῆς Του. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ δὲν θὰ ἔχη ἀποκτήση μὲ τὰ ἔργα του, τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία, ὅτι θὰ τύχῃ φιλανθρώπου μεταχειρίσεως ἀπὸ τὸν Θεόν. Διότι, γι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, μόνος ὁ καιρὸς τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι κατάλληλος. ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΖΩΗ Γι᾿αὐτὸν τὸν λόγο, λοιπόν, μᾶς παρεχώρησεν ὁ Θεὸς καὶ τὴν παροῦσα ζωή, προσφέροντας εὐκαιρία μετανοίας. Διότι ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότης μετανοίας, ἀμέσως μόλις ἁμάρτανεν ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἐστερῆτο καὶ τὴν παροῦσα ζωή. Διότι ποιὸ θὰ ἦταν τὸ ὄφελος ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή; Γι᾿αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται καθόλου στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀπελπίζωνται, μολονότι ὁ πονηρός, μὲ ποικίλα τεχνάματα, ὁδηγεῖ σὲ ἀπόγνωσιν, ὄχι μόνο τοὺς ἀμελεῖς πνευματικῶς, ἀλλ᾿ ἐνίοτε καὶ τοὺς ἀγωνιζομένους. Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς παρατάσεως τῆς ζωῆς ἑκάστου ἀνθρώπου, ποὺ ἁμάρτησεν, ἀποτελεῖ ἐγγύησι, γιὰ ὅποιον θέλει νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν Θεόν, ὅτι θὰ τὸ ὑποδεχθῇ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ καιρὸς τῆς παρούσης ζωῆς, εἶναι καιρὸς μετανοίας. Διότι συνυπάρχει μονίμως μὲ τὴν παροῦσα ζωὴ ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Καὶ στὴν ἐλευθέρα βούλησι ἀπόκειται ἡ ἐκλογὴ τῆς ὁδοῦ τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου, ποὺ περιεγράφη ἀνωτέρω. Εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ προτιμήσῃ κανεὶς ὅ,τι θέλει. Ποῦ, λοιπόν, νὰ εὔρῃ τόπον ἡ ἀπελπίσια, ἐφ᾿ὅσον διαρκῶς καὶ ὅλοι εἶναι δυνατόν, ὅποτε θελήσουν, ν᾿ἀποκτήσουν τὴν αἰώνιο ζωή; Βλέπεις τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ; Δὲν μᾶς τιμωρεῖ ἀμέσως, κατὰ δίκαιο λόγον, ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι παρέβημεν τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ μακροθυμῶντας προσφέρει καιρὸ μετανοίας. Κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας, μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα, ἐὰν θελήσωμε, νὰ γίνωμε υἱοὶ Θεοῦ. Τί ἐννοῶ υἱοθεσία; Νὰ ἑνωθοῦμε μὲ Αὐτὸν καὶ νὰ γίνωμεν ἕν πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη κατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο τῆς μακροθυμίας ἐμεῖς βαδίζωμε τὴν ἀντίθετην ὁδὸ καὶ ἀγαπήσωμε τὸν θάνατο περισσότερον ἀπὸ τὴν ζωὴ τὴν ἀληθινήν, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἀφαιρεῖ τὴν δυνατότητα σωτηρίας, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει δοθῆ. Καὶ ὄχι μόνο δὲν μᾶς τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς καλεῖ ἐκ νέου καὶ περιέρχεται ζητῶντας, γιὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρῃ στὰ ἔργα τῆς ζωῆς, ὅπως καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος, ἀπὸ πρωΐας μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς ἑσπέρας τοῦ βίου. Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι αὐτός, ποὺ μᾶς προσκαλεῖ καὶ ὑπόσχεται μισθὸ σὰν σὲ ἐργάτες; Εἶναι ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ «Θεὸς πάσης παρακλήσεως» (Β'Κορ. α’3). Ποιὰ ἡ ἄμπελος ἐντὸς τῆς ὁποίας μᾶς καλεῖ νὰ ἐργασθοῦμε; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος». Μάλιστα ἐπειδὴ δὲν δύναται νὰ προσέλθῃ κανεὶς στὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν προσκαλέσῃ ὁ Πατήρ, καθὼς ὁ Ἴδιος λέγει στὸ Εὐαγγέλιο ( Ἰω. στ'44). Ποιοὶ εἶναι τὰ κλήματα; Ἐμεῖς. Ἄκουσε πάλι τὸν Ἴδιο νὰ λέγῃ: «Ὑμεῖς ἐστε τὰ κλήματα καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν» ( Ἰω. ιε', 1, 5). Ὁ Πατήρ, λοιπόν, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ μᾶς συμφιλιώνει πρὸς τὸν ἑαυτό Του, μὲ τὴν συγχώρησι, ποὺ παρέχει στὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς προσκαλεῖ ὄχι σὰν ἁμαρτωλούς, ποὺ πράττουν ἄτοπα, ἀλλὰ σὰν ἀνέργους, μολονότι ἡ ἀργία εἶναι ἁμαρτία καὶ γιὰ τὰ μάταια λόγια, τὰ ὁποῖα ἡ Γραφὴ ὀνομάζει «ἀργοὺς λόγους» (Ματθ. ιβ'36). Ἀλλὰ ὅπως εἶπα, παραβλέπει ὁ Θεὸς τίς ἁμαρτίες τοῦ παρελθόντος ἑκάστου καὶ μᾶς προσκαλεῖ συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως. Ἀλλὰ τί μᾶς καλεῖ νὰ κάμωμε; Νὰ ἐργασθοῦμε στὸν ἀμπελῶνα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἐπιμεληθοῦμε τὰ κλήματα, δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας. Κατόπιν - ὤ ἀσύλληπτο μέγεθος φιλανθρωπίας - μᾶς ὑπόσχεται ἀμοιβὴ καὶ μᾶς τὴν παρέχει, ἂν καὶ κοπιάζωμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Προσέλθετε, λέγει, λάβετε ζωὴν αἰώνιο, τὴν ὁποία πλουσίως σᾶς προσφέρω. Καὶ τὸν μόχθο τῆς ὁδοιπορίας σας καὶ αὐτὸ μόνον, ὅτι θελήσατε νὰ λάβετε τὴν αἰώνιο ζωὴ ἀπὸ ἐμέ, θὰ ἀνταμείψω, σὰν νὰ σᾶς τὰ χρεωστῶ, προσωπικῶς. Ποιὸς δὲν ὀφείλει λύτρα σὲ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν θάνατο; Ποιὸς δὲν ἐκφράζει εὐγνωμοσύνη σὲ ἐκεῖνον, ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή; Ὁ Κύριος ὅμως ὑπόσχεται ἐπὶ πλέον νὰ προκαταβάλῃ καὶ μισθὸ καὶ μάλιστα ἀνέκφραστο μισθό. Διότι λέγει: «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσι». Τί εἶναι αὐτὸ τὸ «περισσόν»; Ὅτι ὄχι μόνο θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς μαζί των, καὶ θὰ συζοῦν, ἀλλὰ θὰ τοὺς κάμῃ καὶ ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους. Αὐτό, λοιπόν, τὸ περισσόν, εἶναι πρόδηλον ὅτι ἀποτελεῖ τὸν μισθό, ὁ ὁποῖος παρέχεται σὲ ὅσους ἔσπευσαν νὰ ἐργασθοῦν στὴν ζωοποιὸν ἄμπελο καὶ ἀπετέλεσαν κλήματά Της καὶ ἐμόχθησαν γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς των καὶ αὐτοκαλλιεργήθησαν. Τί ἔπραξαν; Πρῶτον μὲν ἐκλάδευσαν κάθε περιττὸ καὶ βλαβερό, τὸ ὁποῖο ἐμπόδιζε νὰ παραχθῇ καρπός, ἄξιος γιὰ τὴν θείαν ἀποθήκη. Ποιὰ εἶναι τὰ ἐμπόδια; Ὁ πλοῦτος, οἱ ἀπολαύσεις, ἡ ματαία δόξα, ὅλα τὰ μὴ μόνιμα καὶ παρερχόμενα, κὰθε πάθος τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ σώματος βδελυρὸ καὶ πονηρό, ὅλοι οἱ ἐπηρμένοι λογισμοὶ τῆς διανοίας, κάθε ἄκουσμα καὶ κάθε θέαμα καὶ κάθε λόγος, ποὺ βλάπτουν τὴν ψυχή. Διότι ἐὰν κάποιος δὲν κλαδεύσῃ καὶ δὲν καθαρίσῃ μὲ μεγάλη προσοχὴ τὰ βλαστήματα αὐτὰ τῆς καρδίας, ἀδύνατο νὰ καρποφορήσῃ ζωὴν αἰώνιον. ΟΙ ΕΓΓΑΜΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΘΕΝΕΣ Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, καὶ ὅσοι ζοῦν σὰν σύζυγοι νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν ἀνωτέρω καθαρότητα, ἀλλὰ πάντως μὲ πολλὴ δυσκολία. Γι᾿αὐτὸ ὅλοι ὅσοι ἐλεήθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν νεότητά των εἶδαν μὲ διαπεραστικὸ βλέμμα τῆς διανοίας τὴν αἰώνιο ζωὴ καὶ ἔγιναν ἐρασταὶ ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, ἀποφεύγουν τὸν γάμον, ὅπως ἐπιβάλλεται, ἐπειδή, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «ἐν τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ εἰσιν» (Ματθ. κβ',30). Ὅποιος, λοιπόν, θέλει νὰ εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀναστάσεως ἐκείνης, καθιστᾷ τὸν ἑαυτό του ἀνώτερον ἀπὸ τὴν ἕνωσι τῶν σωμάτων. Εὐλόγως. Ἄλλωστε καὶ ἡ αἰτία τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ σύζυγος (Γεν. γ'1-6). Ἐκεῖνοι, λοιπόν, ποὺ θέλουν νὰ μὴ δίδουν στὸν διάβολον οὐδέποτε οὐδεμίαν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό των, πρέπει νὰ μὴ συνάπτουν γάμον. Ἐὰν δὲ λάβωμε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι τὸ σῶμα μας δυσκόλως κατευθύνεται καὶ πειθαρχεῖ χάριν τῆς ἀρετῆς -μάλιστα καὶ ὡς ἐναντιούμενον ἐκ φύσεως τὸ ἔχομε μαζί μας - τί θὰ πάθωμε λοιπόν, ἐὰν αὐξήσωμε τίς δυσκολίες γιὰ τὴν ἀρετή, συνδεόμενοι μὲ πολλὰ καὶ διάφορα σώματα; Πῶς δὲ θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς γιὰ τὴν ὁποίαν ἀγωνίζεται, ἐκείνη ποὺ δένεται μὲ σύζυγο, μὲ τέκνα καὶ συγγενεῖς; Πῶς θὰ σταθῇ ἀμέριμνα προσευχομένη στὸν Κύριον, ὅταν ἔχῃ ἀναλάβῃ τίς φροντίδες τόσων συγγενῶν; Πῶς θὰ ἔχῃ τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς ἐνῶ ζεῖ μέσα σὲ τόσο πλῆθος; Γι᾿αὐτὸ καὶ πραγματικὴ παρθένος, νυμφευομένη τὸν Παρθένον ἐκ Παρθένου γεννηθέντα καὶ Νυμφίον ἐκείνων, ποὺ ἔζησαν γνησίως ἐν παρθενίᾳ, ἀποφεύγει ὄχι μόνο τὴν σαρκικὴ συζυγία, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ἐγκαταλείπει, γιὰ νὰ δύναται νὰ λέγῃ μὲ παρρησία, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Λουκ. ιη', 28). Ἐὰν ἡ ἐπίγειος νύμφη, ἀφήνη πατέρα καὶ μητέρα, χάριν ἑνὸς φθαρτοῦ νυμφίου, καὶ προσκολλᾶται σὲ αὐτόν, τί παράδοξο θὰ ἔπραττε μία παρθένος, ἐάν, κατὰ τὴν Γραφή, κάμη καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο καὶ ἐγκαταλείψη τοὺς γονεῖς της, χάριν τοῦ ὑπερκοσμίου Νυμφίου καὶ τοῦ Νυμφῶνος Του; Πῶς ἐκείνη, τῆς ὁποίας «τὸ πολίτευμα» (Φιλιπ. γ',20) εὑρίσκεται στὸν οὐρανό, δύναται νὰ ἔχῃ συγγένεια πάνω στὴ γῆ; Πῶς θὰ ἔχῃ σαρκικὸ πατέρα ἢ μητέρα ἢ ἐξ αἵματος συγγενεῖς, ἐφ᾿ὅσον δὲν εἶναι τέκνο σαρκός, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς ἡ παρθένος, ἡ ὁποία διέσπασε κάθε σχέσι μὲ τὸ σῶμα, ἀγωνιζομένη, κατὰ τὸ δυνατόν, νὰ ἀποξενωθῇ ἀπὸ αὐτὸ - ἀφοῦ ἔχει ἐγκαταλείψει τὸν κατὰ σάρκα βίο δύναται νὰ ἔχῃ σχέσι μὲ ἀλλότρια σώματα; Ἂν καὶ ἡ ὁμοιότης καὶ τὸ συγγενὲς δημιουργοῦν ἀγάπη -κατὰ τὸ ἀρχαῖον ρητόν, «ὁμοιότης φιλότης» - καὶ τὸ ὅμοιον ἕλκεται πρὸς τὸ ὅμοιον, πῶς ἡ παρθένος θὰ ἐπιστρέψῃ σὲ σαρκικὲς συγγένειες καὶ πάλι νὰ γίνῃ φιλόκοσμος; Ὁ Παῦλος, ὁ νυμφοστόλος τοῦ πνευματικοῦ Νυμφῶνος, λέγει ὅτι «ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα εἰς τὸν Θεόν» (Ρωμ. η’6). Ἑπομένως, ἡ παρθένος θὰ κινδυνεύση ὄχι μόνο νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ὑπερκόσμιο Νυμφίον, ἀλλὰ νὰ καταστῇ καὶ ἐχθρά. Καὶ μὴν ἀπορήσης οὔτε νὰ στενοχωρεθῇς, ἂν ἡ Γραφὴ τίς μὲν γυναῖκες ποὺ ζοῦν ἐν συζυγία, καὶ μεριμνοῦν τὰ τοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν κατηγορεῖ, σὲ αὐτὲς δέ, ποὺ ὑπεχέθησαν στὸν Θεὸ παρθενία, ἀπηγορεύθη ἐντελῶς νὰ ἔχουν σχέσι μὲ τὸν κόσμο κὰ νὰ ζοῦν μὲ ἄνεσι σωματική. Ἂν καὶ ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς συζύγους, λέγει ὅτι «ὁ καιρὸς εἶναι συνεσταλμένος, ὅπως καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας εἶναι σὰν τοὺς μὴ ἔχοντας καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν εἰς τὸν κόσμον νὰ μὴν κάμνουν κατάχρησιν τοῦ κόσμου» (Κορ. ζ', 29-31) - τὸ ὁποῖον, ἐγὼ νομίζω, ὅτι εἶναι δυσκολότερο, παρὰ γιὰ τοὺς ἀγωνιζομένους μέσα στὴν παρθενία. Διότι ἡ πεῖρα ἀποδεικνύει, ὅτι πλέον εὔκολος εἶναι ἡ νηστεία ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια τῶν ἡδονικῶν τροφῶν καὶ ποτῶν. Δύναται κάποιος νὰ πῇ, ἀλήθεια καὶ δίκαια, τὸ ἑξῆς: Ἐὰν θέλη νὰ σωθῇ κανείς, αὐτὸς πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι ὁ παρθενικὸς βίος εἶναι πλέον ὠφέλιμος καὶ πλεόν ἄκοπος ἀπὸ τὸν συζυγικό. Γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ποῦμε τίποτε. ΟΥΔΕΜΙΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΑΡΚΙΚΗ ΤΗΣ ΝΥΜΦΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσωμεν αὐτά, παρθένε, νύμφη Χριστοῦ, κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς, καὶ σκέψου ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη πιὸ πάνω. Λέγει ὁ Κύριος: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα· ὁ Πατήρ μου γεωργός ἐστι· πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ» ( Ἰω. ιε',1 κ. ἑ.). Αὐτά, λοιπόν, ἔχε σὰν ἀπόδειξι τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπιμελεῖται τοῦ καρποῦ τοῦ παρθενικοῦ βίου σου. Χαῖρε, λοιπόν, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Νυμφίου σου καὶ φρόντιζε μὲ περισσότερη θερμὴ νὰ ἐκτελῆς τίς ἐντολές Του. Ἄλλωστε, ὅταν ὁ χρυσὸς ἑνωθῇ μὲ τὸν χαλκὸ λέγεται κίβδηλος. Ὅταν ὅμως ὁ χαλκὸς ἐπιχρυσωθῆ, τότε φαίνεται ὡραιότερος καὶ στιλπνότερος. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ ἐσένα, ὧ παρθένε. Ὅταν οἱ ἔγγαμες ποθοῦν τὸν βίο καὶ ἀγαποῦν τὴν ἀρετή σου, εἷναι σ᾿αὐτὲς δόξα καὶ ἔπαινος. Ὅταν ὅμως σὺ ποθεῖς τὸν βίον ἐκείνων, τοῦτο προκαλεῖ σὲ σένα ἀτιμία. Ἐπιθυμεῖς νὰ ἐπιστρέψῃς πάλι στὸν κόσμο. Καὶ τοῦτο, διότι θέλεις νὰ συζῇς μὲ τοὺς ἐν κόσμῳ ζῶντας, σὺ ἡ ὁποία ἀπέθανες γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἐπειδὴ θὰ εἶσαι μαζί των. Δηλαδή, ἀφθονία ἀγαθῶν, πλοῦτο, ὄνομα, δόξα καὶ εὐφροσύνη. Καὶ ἔτσι ἀναποφεύκτως θὰ ἐκπέσης τοῦ Νυμφίου σου. Ὁ Χριστὸς ὅλα αὐτὰ ταλανίζει στὸ Εὐαγγέλιο, λέγοντας «οὐαὶ οἱ πλουτοῦντες, οὐαὶ οἱ γελῶντες, οὐαὶ οἱ ἐμπεπλησμένοι, οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ στ',26). Πῶς, λοιπόν, ταλανίζει; Ὄχι διότι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι νεκροὶ στὴν ψυχή; Ποιά, λοιπόν, συγγένεια ὑπάρχει τῆς νύμφης τῆς ζωῆς μὲ τοὺς νεκρούς; Ποιὰ σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ βαδίζουν ἀντιθέτους δρόμους; Εἶναι ὄντως «πλατεῖα καὶ εὑρύχωρος» (Ματθ. ζ',13) ἡ ὁδός, τὴν ὁποία βαδίζουν. Καὶ ἂν δὲν συγκρατήσουν τοὺς ἑαυτούς των στὸν ὀλισθηρὸ δρόμο των γιὰ νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ σου ζωή, θὰ χάσουν ἐντελῶς τὴν ψυχή των. Σὺ εἰσέρχεσαι στὴν ζωὴ «διὰ τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης πύλης» καὶ ὁδοῦ. Ἀδύνατον ὅμως, νὰ διέλθῃ κάποιος ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη πύλη καὶ ὁδὸ ἂν δὲν ἀπορρίψῃ τὸν ὄγκο τῆς δόξης, τίς ἕκλυτες ἡδονές, τὸν φόρτο τῶν χρημάτων καὶ τῶν κτημάτων. Ἀλλὰ μὴ θεωρήσης χωρὶς λύπην αὐτὴ ποὺ ἀκούεις, σὰν πλατεία ὁδὸ τοῦ βίου. Διότι εἶναι γεμάτη ἀπὸ μεγάλες συμφορές. Τὴν ὀνομάζει πλατεία, ὁ Κύριος, καὶ εὐρύχωρο, «ὅτι πολλοὶ εἰσιν οἱ διερχόμενοι δι᾿αὐτῆς». Καὶ ἕκαστος ἀπὸ αὐτοὺς φέρει μαζί του ὁλόκληρο συρφετὸ ὑλικῶν πραγμάτων. Ἡ δική σου ὁδός, παρθένε, εἶναι βεβαίως στενή. Διότι δύο διερχομένους μαζὶ δὲν χωρεῖ. Αὐτὲς τίς ἀλήθειες, ὡς φαίνεται, διέγνωσαν πολλὲς ἔγγαμες, οἱ ὁποῖες, μετὰ τὴν χηρεία των, ἐζήλεψαν τὴν ὑπερκόσμια ζωή σου, ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδό σου, γιὰ νὰ λάβουν καὶ αὐτὲς τὸ ἴδιο στεφάνι μὲ σένα. Αὐτὲς δὲ τίς χῆρες, ὁ Παῦλος, παραγγέλει νὰ τιμοῦν ἐπειδὴ προσκαρτεροῦν στὶς δεήσεις καὶ στὶς προσευχὲς μὲ ὁλόψυχην ἀφιέρωσι στὸν Θεόν (Α’Τιμ. ε’3). Ἐὰν βέβαια συνυπάρχῃ στὴν Μοναχικὴ ζωὴ κάτι τὸ κοπιῶδες, αὐτὸ φίνεται αἴτιο μισθαποδοσίας, παρέχει τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ προξενεῖ τὴν αἰώνιο σωτηρία. Τοῦ κόσμου ὅμως καὶ τὰ εὐχάριστα καὶ τὰ λυπηρὰ εἶναι ἐκ ἴσου θανατηφόρα. Διότι λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι «ἡ κατὰ κόσμον λύπη θάνατον κατεργάζεται», ἡ δὲ κατὰ Θεόν, γεννᾷ μετάνοια, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀναφαίρετη σωτηρία». «ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, μακαρίζει τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τὸν κόσμο καλά, λέγοντας «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’3). Γιατὶ μόλις εἶπε, μακάριοι οἱο πτωχοί, προσέθεσε «τῷ πνεύματι»; Γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι μακαρίζει τὴν μετριοφροσύνη τῆς ψυχῆς καὶ ὅτι αὐτὴν ἀγαπᾶ. Γιατὶ δὲν εἶπε, «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τὸ πνεῦμα» - ἀφοῦ καὶ ἔτσι ἐδηλοῦτο ἡ μετριοφροσύνη - ἀλλά, «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»; Γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι καὶ ἡ φτώχεια ἡ ὑλικὴ εἶναι μακαριστὴ καὶ πρόξενος τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως, ὅτι τὴν φτώχεια τοῦ σώματος ἀσκεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ταπείνωση τῆς ψυχῆς. Ἡ φτώχεια μὲ τὴν ταπείνωσι νὰ εἶναι ἑνωμένη καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωσι νὰ προέρχεται. Ὁ Κύριος ἐμακάρισε τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», γιὰ νὰ ὑποδείξῃ, κατὰ τρόπον σαφῆ, ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία, ἡ ρίζα, τῆς φανερῆς «πτωχείας» τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τὸ ταπεινὸ πνεῦμα των. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων, ἀφοῦ ἐνεκολπώθη τὴν χάρι τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἔκτοτε ἀναβλύζει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἄφθονα ὕδατα πνευματικῆς πτωχείας, τὰ ὁποῖα ποτίζουν «ἅπαν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», δηλαδὴ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο μεταβάλλουν σὲ παράδεισο ἀρετῶν. Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγει, ὅτι ὁ Κύριος «ἔδωκεν ἐπὶ τῆς γῆς λόγον συντετμημένον» ( Ἥσ. ε’23), δηλαδὴ ἀπεκάλυψε τὴν αἰτία τῆς ἑκουσίας καὶ πολύμορφης πτωχείας. Καὶ μὲ τὸν μακαρισμὸ «τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι» μὲ βραχυλογία ἐδίδαξε καὶ συμπεριέλαβε τὸ αἴτιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεννᾶται, ἀλλὰ τὴν διέκρινε καὶ ἀπὸ τίς νοθεύσεις. Διότι δύναται κανεὶς νὰ εἶναι θεληματικῶς ἀκτήμων καὶ ἐξωτερικῶς ταπεινὸς καὶ ἐγκρατής, ἀλλὰ αὐτὰ νὰ γίνωνται γιὰ ἀνθρώπινη δόξα. Αὐτός, λοιπόν, δὲν εἶναι πτωχὸς «τῷ πνεύματι». Διότι ἡ ὑπόκρισις γεννᾶται ἀπὸ τὴν οἴησι. Καὶ ἡ οἴησις εἶναι ἀντίθετος ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν «ἐν πνεύματι πτωχείᾳ». Ἐκείνου δέ, ποὺ ἔχει πνεῦμα ταπεινό, μετριόφρον καὶ συντετριμένον, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ φαίνεται καὶ ἐξωτερικῶς ὁ πλοῦτος τῆς ταπεινώσεώς του. Διότι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ δοξάζεται, νὰ ἔχῃ πλοῦτο καὶ ἄνεσι. Καὶ αὐτὸς ὁ μακαριστὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ «πτωχός», ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του ἀνάξιο γιὰ τιμὲς καὶ σωματικὴ ἄνεσιν, εἶναι ὄντως στὴν πληρότητα πτωχός, καὶ στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ὑλικὴ φτώχεια. Γι᾿αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶπε, «Μακάριοι οἱ πτωχοί», χωρὶς νὰ προσθέσῃ «τῷ πνεύματι». Καὶ αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἄκουσαν, ποὺ ἀκολούθησαν καὶ ἐμιμήθησαν ἐντελῶς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγει· «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, και εὑρήσητε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Γι᾿αὐτὸ καὶ σ᾿αὐτοὺς ἀνήκει «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ἐπειδὴ εἶναι «συγκληρονόμοι Χριστοῦ». ΤΟ ΤΡΙΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ Ἡ ψυχὴ εἶναι τριμερὴς καὶ διακρίνεται σὲ τρεῖς δυνάμεις, τὸ λογιστικό, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Καὶ ἐπειδὴ νοσεῖ καὶ στὰ τρία αὐτὰ μέρη, ὁ Χριστὸς θέλοντας νὰ τὴν θεραπεύσῃ ἄρχισε, ὅπως εἶναι ἑπόμενον, ἀπὸ τὸ τελευταῖο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία. Διότι ἐκεῖνο ποὺ ἀνάπτει τὸν θυμὸ εἶναι ἡ ἐπιθυμία, ὅταν δὲν ἱκανοποιῆται. Ὅταν δὲ ἡ ψυχὴ νοσῆ κατὰ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό, τότε καὶ ἡ διάνοια λειτουργεῖ ὄχι μὲ ὑγεία. Ποτὲ δὲν θὰ ἰαθοῦν τὸ θυμικὸ καὶ τὸ λογιστικό, ἐὰν δὲν ἰαθῇ προηγουμένως τὸ ἐπιθυμητικό. Ἐπίσης καὶ τὸ λογιστικὸ δὲν θὰ λειτουργήση λογικῶς, ἐὰν πάλι δὲν θεραπεθοῦν τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Ἐὰν ἐξετάση κανεὶς θὰ εὕρη ὅτι, ἡ φιλοκτημοσύνη εἶναι ὁ πρῶτος πονηρὸς καρπὸς ττοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Ἡ φιλοκτημοσύνη γεννᾶται ἀπὸ τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἔχουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, τίς ὁποῖες ἔχομε ἐκ φύσεως. Ἡ φιλοκτημοσύνη, σὰν φιλαργυρία, γεννᾶται ἀργότερα, ἀπὸ τὴν παιδικὴ σχεδὸν ἡλικία. Ὡς ἐκ τούτου ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν φύσιν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακὴ προαίρεσι. Καὶ δικαίως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὠνόμασε τὴν φιλαργυρία «ρίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α'Τιμ. στ'10). Διότι ἡ φιλαργυρία συμβαίνει νὰ γεννᾶ τὰ ἑξῆς κακα· ἀνελεημοσύνες, καπηλεῖες, ἁρπαγές, ἀδικίες καὶ μὲ ἕνα λόγο κάθε εἶδος πλεονεξίας, τὴν ὁποίαν ὁ Παῦλος ἐχαρακτήρισε σὰν «δευτέραν εἰδωλολατρείαν». Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα κακά, ποὺ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν, ἐν τούτοις αὐτὴ τὰ τρέφει καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὑπάρχουν. Αὐτὰ δὲ ὅλα τὰ πάθη, ὅσα γεννῶνται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν ὕλην εἶναι πάθη ψυχῆς, ὅταν στερεῖται τὴν ἀγαθοεργία. Πάντως αὐτὰ τὰ πάθη, ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὴν κακὴ προαίρεσι, θεραπεύονται εὐκολώτερα, ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἐκ φύσεως. Τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καθιστᾶ δυσαπόβλητα ἡ ἀπιστία στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει στὴν Θεία Πρόνοια, στηρίζεται στὰ χρήματα. Καὶ ἐνῶ ἀκούει τὸν Κύριο νὰ λέγῃ «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», αὐτὸς χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὑπ᾿ ὄψιν βασιλεία καὶ μάλιστα βασιλείαν οὐράνιο καὶ αἰώνιο, ποθεῖ πλοῦτο γήϊνο καὶ ἀσταθῆ. Αὐτὸς ὁ πλοῦτος εἶναι τέτοιας φύσεως, ὥστε ὅσοι τὸν ποθοῦν, νὰ βλάπτωνται στὴν ψυχή, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸν ἔχουν. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμοὺς καὶ παγίδας τοῦ διαβόλου» (Α’Τιμ. στ'9). Ἀλλὰ καὶ ὑπάρχων ὁ πλοῦτος φαίνεται σὰν νὰ εἶναι ἀνύπαρκτος. Διψοῦν τὸν πλοῦτον αὐτοὶ ποὺ τὸν στεροῦνται, διότι δὲν γνωρίζουν τὴν μηδαμινότητά του. Ὁ κακὸς αὐτὸς ἔρωτας τοῦ πλούτου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν κατάστασι τῆς φτώχειας, ἀλλὰ ἡ φτώχεια προέρχεται μᾶλλον ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ πλουτισμοῦ. Καὶ ὁ ἔρωτας αὐτὸς γεννᾶται ἀπὸ ἀφροσύνη, γι᾿αὐτὸ καὶ ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, θέλοντας νὰ κατεδαφίσῃ τίς ἀποθῆκες καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ μεγαλύτερες, δικαίως ἐχαρακτηρίσθη ὡς ἄμυαλος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ κοινὸ Δεσπότη (Λουκ. ιβ'18). Καὶ δὲν εἶναι ἄμυαλος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, χάριν τοῦ ἀνωφελοῦς πλούτου του προδίδει τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ ἀποβαίνει ἔτσι ἄσοφος ; Διότι λέγει ὁ Κύριος, «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ ιβ'15). Ο ΝΟΥΣ ΤΟΥ ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ Δὲν ἔπρεπε μάλιστα (ὁ ἄμυαλος πλούσιος) νὰ περικόπτῃ ἀπὸ τίς προσωπικές του ἀνάγκες, γιὰ νὰ αὐξήσῃ τὸ κεφάλαιο ἑνὸς τόσον ἀποδοτικοῦ πνευματικοῦ ἐμπορίου ἢ πνευματικῆς καλλιεργείας; Ἡ ὁποία, πρὶν ἔλθῃ ἀκόμη ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, ἀποδίδει ἑκατονταπλασίονα τὰ σπέρματα ποὺ κατεβλήθησαν στὴ γῆ. Καὶ ἡ πραγματικότης αὐτὴ προειδοποιεῖ γιὰ τὰ ἀνέκφραστα κέρδη, τὰ ὁποῖα θὰ ἀποκαλυφθοῦν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ. Καὶ τὸ ἐκπληκτικώτατον εἶναι, ὅτι τὰ σπέρματα αὐξάνονται τόσο περισσότερον, ὅσο φτωχότερος εἶναι ὁ σπορεύς. Ἑπομένως, οὔτε γιὰ δῆθεν ἀγαθοὺς σκοποὺς ἀπομένει δικαιολογία σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτοῦν. Ἀλλὰ προφανῶς, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, ποὺ εἶπε «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ'33) φοβοῦνται τὴν φτώχεια. Τὴν ὁποία φτώχεια ἔχουν ὡς πρόφασι καὶ οὐδέποτε ἀνακόπτονται στὴν νοσηρὴ καὶ φθειρομένη ἐπιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ. Ἔστω καὶ ἂν ἀποκτήσουν πολλά. Πάντοτε συλλέγοντας, προσθέτουν ἐπάνω των φορτία ἀνωφελῆ, μᾶλλον δέ, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ζοῦν, περιφέρουν παράδοξο τάφο. Διότι τοὺς μὲν νεκροὺς θάπτουν στὴν κοινὴ γῆ. Ὁ νοῦς ὅμως τοῦ «ζῶντος» φιλαργύρου θάπτεται μέσα στὸ χρυσό, ποὺ εἶναι ἐπίσης χῶμα. Καὶ ὁ τάφος αὐτὸς φαίνεται βρωμερώτερος ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν, σὲ ὅσους ἔχουν πνευματικὴ ὄσφρησι. Τόσο μάλιστα πιὸ πολὺ δυσώδης γίνεται, ὅσο περισσότερος χρυσὸς ρίπτεται πάνω στὸν τάφον. Ἡ δυσωδία αὐτή, εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὰ σκεπασμένα στὴ γῆ σώματα, φθάνει καὶ μέχρις οὐρανοῦ, στοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν Θεό. Γίνονται δὲ μισητοὶ στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δυσωδία των, τοὺς ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ ἐφαρμόζεται στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὁ ψαλμός, ὁ ὀποῖος λέγει, ὅτι «ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην των προσώζεσαν» - ἐβρώμησαν. (Ψαλμ. 37,6). Ἀπὸ τὸ βρωμερὸ καὶ νεκροποιὸν αὐτὸ πάθος, ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἡ θεληματικὴ καὶ χωρὶς ἀνθρωπαρέσκεια ἀκτημοσύνη. Δηλαδὴ ἡ «ἐν πνεύματι πτωχείᾳ», ποὺ ἐμακάρισε ὁ Κύριος. Μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑποταγῇ. Ἂν μάλιστα ἐπιμένη σ᾿αὐτὸ, ὑπάρχει φόβος νὰ παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς ἀνίατες σωματικὲς ἀσθένειες. Παραδείγματα σαφέστατα εἶναι, ἀπὸ μὲν τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Γιεζῆ, ἀπὸ δὲν τὴν Καινὴ ὁ Ἰούδας. Ὁ μὲν Γιεζῆ ἐλεπρώθη ὁλόκληρος στὸ σῶμα, γιὰ ν᾿ἀποκαλυφθῇ ἡ ἀθεράπευτη ψυχή του (Βασ. ε’27) ὁ δὲ Ἰούδας στὸ «χωρίον αἵματος» ἀπηγχονίσθη, «πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος καὶ ἐξεχύθη τὰ σπλάχνα αὐτοῦ» (Πράξ. α’18). Ἐὰν ἡ ἀποταγὴ προηγεῖται τῆς ὑποταγῆς, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποταχθῇ κανεὶς ἐὰν δὲν ἐγκαταλείψῃ πάντα; Ἐὰν ὡς βάσις καὶ προϋπόθεσις τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ Μοναχός, νὰ διεξαγάγῃ πολέμους πνευματικούς, ἐὰν προηγουμένως δὲν ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ χρήματα; Πῶς ὁ ἀδόκιμος στὴν ὑποταγὴ δύναται νὰ ἡσυχάσῃ μόνος σὲ Κελλὶ καὶ νὰ παραδοθῇ σὲ μόνη τὴν προσευχή; Ἀλλ᾿ὁ Κύριος λέγει: «ὅπου ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καὶ ὁ νοῦς σου» (Ματθ. στ'21). Πῶς, λοιπόν, αὐτὸς ποὺ θησαυρίζει πάνω στὴν γῆ, θὰ ἀτενίση νοερῶς τὸν Χριστό, καθήμενον «ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς»; Καὶ πῶς θὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία, τὴν ὁποίαν οὔτε κἄν τὸν ἀφήνει νὰ σκεφθῇ τὸ πάθος; Γι᾿αὐτὸ εἶναι «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ὁ Κύριος μ᾿ἕνα μακαρισμό; ΟΙ ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτά, ἐπειδὴ ἐπεσημάναμεν ὡς πρῶτο πάθος τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν τὴν φιλία πρὸς τὴν ὕλην. Ὑπάρχει καὶ δεύτερο, τὸ ὁποῖο περισσότερο πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ κανεὶς καὶ τρίτο, ὄχι μικρότερο σὲ κακία. Ποιὸ εἶναι τὸ δεύτερο; Ἡ φιλοδοξία. Ὅσον αὐξάνεται ἡ ἡλικία καὶ πρὶν ἀκόμη ξυπνήσῃ τὸ πάθος τῆς φιλοσαρκίας, ἐμφανίζεται ἡ φιλοδοξία, σὲ νεανικὴ ἡλικία, ὡς κακὴ ἀρχὴ τῆς φιλοσαρκίας. Ἐκείνη τὴν μορφὴ τῆς φιλοδοξίας λέγω τώρα, ποὺ περιστρέφεται πάντοτε στὸν καλλωπισμὸ τοῦ σώματος καὶ στὴν πολυτέλεια τῶν ἐνδυμάτων, τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν σὰν κοσμικὴ κενοδοξία. Ἡ ἄλλη μορφὴ τῆς κενοδοξίας προσβάλλει τοὺς ἐναρέτους, μὲ ὑποκρισία καὶ οἴησι, μὲ τίς ὁποῖες ὁ ἐχθρὸς μηχανᾶται νὰ κλέψῃ καὶ νὰ σκορπίσῃ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο. Τὰ πάθη αὐτὰ θεραπεύονται τελείως μὲ τὴν αἴσθησι τῆς ψυχῆς καὶ τὸν πόθο τῆς ἀπὸ Θεοῦ τιμῆς, ἐνῶ παραλλήλως ἡ ποθοῦσα (Μοναχή) πρέπει νὰ θεωρῇ τὸν ἑαυτό της ἀναξίαν αὐτῆς τῆς τιμῆς. Ὡσαύτως, νὰ δέχεται μὲ ὑπομονὴ τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ νὰ θεωρῇ τὸν ἑαυτό της ὅτι ἀξίζει γι᾿αὐτούς. Ἐπὶ πλέον ὁ Θεὸς καὶ ὄχι αὐτή, κατὰ τὸ Ψαλμικό: «Μὴ ἡμῖν Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δός δόξαν …» (Ψαλμ. ΡΙΓ' (113),9). Καὶ ἂν διαπιστώσῃ καμμίαν ἀρετὴ στὸν ἑαυτό της, νὰ ἀποδίδῃ τὴν αἰτία τοῦ κατορθώματος στὸν Θεό. Καὶ μόνο στὸν Θεὸ νὰ ἀναπέμπῃ μὲ εὐγνωμοσύνη δόξα καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό της. Ἔτσι θὰ χαρῇ, διότι ἔλαβε τὴν ἀρετὴν ὡς δῶρο καὶ δὲν θὰ ἐπαρθῇ, ἀφοῦ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Ἐκτὸς αὐτῶν, θὰ ταπεινωθῇ, ἀνυψώνοντας τὰ μάτια τῆς διανοίας νύκτα καὶ ἡμέρα πρὸς τὸν Θεόν, ὅπως «ἡ παιδίσκη ἐπὶ τὰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς», γιὰ νὰ ἐκφρασθῷ ψαλμικῶς. (Ψαλμ. 122,2). Καὶ τοῦτο, διότι φοβουμένη μήπως, χωρισθεῖσα ἀπὸ Τὸν μόνο χορηγὸ καὶ συντηρητὴ τῆς ἀρετῆς, καταπέσῃ σὲ βάραθρο τῆς κακίας, ὅπως συμβαίνει μὲ ἐκείνους, ποὺ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας. Στὴν θεραπεία τῶν δύο τούτων παθῶν συντελεῖ ἡ ἀναχώρησις, ἡ κατ᾿ ἰδίαν ἄσκησις καὶ παραμονὴ σὲ Κελλί. Ἐννοεῖται ὅμως, ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ αἰσθάνωνται τὴν ἀδυναμία τῆς προαιρέσεώς των καὶ νὰ σκέπτωνται, ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τῆς συναναστοφῆς μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὰ δὲ τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ τὴν «ἐν πνεύματι πτωχεία» ποὺ μακάρισε ὁ Κύριος; Ἂν λάβῃ κανεὶς ὑπ᾿ὄψιν καὶ τὰ ἐπακολουθοῦντα στὸ πάθος αὐτὸ αἴσχη, θὰ ἀποφύγῃ τὴν κενοδοξία μὲ ὅση δύναμιν ἔχει. Διότι ποθῶντας τὴν δόξαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πέφτει, σὲ ἀδοξίαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ δοξασθῇ. Ἐπιμελούμενος τὴν αἰσθητικὴ τοῦ προσώπου του, κομπάζοντας γιὰ τὴν ἀριστοκρατορικὴ καταγωγή του καὶ καυχώμενος γιὰ τὰ ὡραῖα ἐνδύματά του, ὅπως καὶ γιὰ ἄλλα τοιαῦτα, ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει ἀκόμη νηπιῶδες φρόνημα. Διότι ὅλα αὐτὰ μαζὶ εἶναι χῶμα. Ὑπάρχει τίποτε εὐτελέστερον ἀπὸ τὸ χῶμα; Καὶ ἡ Μοναχή, ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν μοναστική της περιβολὴ μόνον πρὸς κάλυψι καὶ θέρμανσιν, ἀλλὰ συγκινεῖται ἀπὸ τίς ἁπαλότητες καὶ στιλπνότητες τῶν ἐνδυμάτων, ὄχι μόνον ἀποκαλύπτει στοὺς γύρω της τὴν ἀκαρπία τῆς ψυχῆς της, ἐπὶ πλεόν ἐμφανίζεται μὲ τὸ ἄσεμνον ἦθος τῶν «ἑταιριζομένων» (κοινῶν γυναικῶν). Περισσότερον ὅμως παντὸς ἄλλου, ἂς ἀκούση Ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν» (Ματθ. ια'8). «Ἡμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει», λέγει ὁ θεσπέσιος Παῦλος (Φιλιπ. γ'20). Μή, λοιπόν, πέσωμεν ἀπὸ τὴ ἀνοησία γιὰ τὰ ἐνδύματα ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὶς σκηνὲς τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου. ΛΕΠΤΟΤΑΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΡΩΠΑΡΕΣΚΕΙΑΣ Αὐτὸ τὸ ἴδιο παθαίνουν καὶ ὅσοι ἀσκοῦνται στὶς ἀρετὲς χάριν τῆς ἀνθρωπίνης δόξης. Καὶ αὐτοί, ποὺ ἐτάχθησαν γιὰ νὰ ἔχουν «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς» (Φιλιπ. γ'20), ἀλλοίμονο, «κατασκηνώνουν εἰς τὸ χῶμα τὴν δόξαν των» καὶ «περιβάλλονται τὴν κατάραν» (Ψαλμ. ΡΗ' (108),18), κατὰ τὸν Δαβίδ (Ψαλμ. ζ'6). Ἡ δὲ προσευχή των δὲν ἀνέρχεται στὸν Οὐρανόν. Ἀλλὰ καὶ κάθε πνευματικὴ προσπάθειά των πέφτει στὴν γῆν, ἐπειδὴ στερεῖται ἀπὸ τὰ φτερὰ τῆς θείας ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀνεβάζει στὸν Οὐρανὸ τίς ἐπίγειες καλὲς πράξεις μας. Ὥστε καὶ κόπους ὑποφέρουν καὶ τοὺς μισθοὺς δὲν καρποῦνται. Καὶ τί λέγω γιὰ τὴν ἀκαρπία τῶν μισθῶν; Καρποφοροῦν μέν, ἀλλὰ ἐντροπὴ καὶ ἀκαταστασία λογισμῶν, αἰχμαλωσία τῆς διανοίας καὶ ταραχὴ τῆς ψυχῆς. Διότι λέγει ὁ Δαβίδ· «Κύριος ἐσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατησχύνθησαν, ὅτι ἐξουδένωσεν αὐτοὺς ὁ Θεός» (Ψαλμ. ΝΒ'(52), 6). Τὸ πάθος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας εἶναι λεπτότερον ἀπ᾿ ὅλα ὅσα βλάπτουν τὴν ψυχὴ πάθη. Γι᾿αὐτὸ ἐκεῖνος ποὺ παλεύει κατ᾿αὐτοῦ, δὲν πρέπει νὰ ἀρκῆται στὸ νὰ μὴν ἀποδέχεται συνδιασμοὺς καὶ συγκαταθέσεις, ἀλλὰ νὰ θεωρῇ καὶ αὐτή, τὴν διὰ τοῦ λογισμοῦ προσβολήν, ὡς συγκατάθεσι καὶ νὰ φυλάσσεται, ὅσον δύναται. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν μόλις θὰ δυνηθῇ νὰ ἀποφύγῃ τὸ τραῦμα ἀπὸ τὸ ταχύτατο βέλος -λογισμόν. Καὶ ἂν μὲν πράττῃ κανεὶς ἔτσι, σὰν ἄγρυπνος, ἡ προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ ἀποβαίνει ἀφορμὴ κατανύξεως. Ἄλλως προετοιμάζεται τόπος στὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ὅποιος θὰ προσβληθῇ ἀπὸ αὐτή, δύσκολα ἐπανέρχεται, μᾶλλον δὲ καθίσταται ἀνίατος. Διότι ἡ πτῶσις αὐτὴ εἶναι, κυρίως, διαβολική. Ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς τῆς ὑπερηφανείας, τὸ πάθος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας τόση βλάβη προκαλεῖ, ὥστε νὰ ναυαγῇ κανεὶς καὶ σ᾿αὐτὴ τὴν πίστι, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Πῶς δύνασθε πιστεύειν εἰς ἐμέ, δόξαν παρὰ ἀνθρώπων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητοῦντες;» ( Ἰω. ε’44). Ὤ ἄνθρωπε, τί σοῦ προσφέρει ἡ ἀνθρωπίνη δόξα, μᾶλλον ἕνα ὄνομα δόξης ἄνευ περιεχομένου; Καὶ οὔτε μόνον αὐτό, ἐπὶ πλέον εἶναι γεννητικὸ τοῦ φθόνου. Τοῦ φθόνου, ποὺ εἶναι, ἂν ὄχι ἐνέργεια, πάντως εἶναι δυνάμει φόνος. Διότι ὁ φθόνος αὐτὸς προκάλεσε τὸν πρῶτο φόνο τοῦ Ἄβελ καὶ τὴν θεοκτονίαν ὕστερα, τὴν σταύρωσι τοῦ Θεανθρώπου. Τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας τί ἆρα ὠφελεῖ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι; Τὴν συγκρατεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύσι; Τὴν συγκρατεῖ, τὴν φυλάσσει ἢ τὴν ἐπαναφέρει στὴν τάξιν, ἂν συμβῇ νὰ παρεκλίνῃ καὶ τὴν θεραπεύει; Πάντως, οὐδεὶς δύναται νὰ ὑποστηρίξῃ κάτι σχετικό. Ἀλλὰ νομίζω, ὅτι ἀκριβῶς, ἐπειδὴ κανένα καλὸ δὲν ἔχει τὸ πάθος αὐτό, ἔπεται ὅτι ἀποτελεῖ μίαν ἐκτροπή. Ἐὰν μάλιστα θελήση κανεὶς μὲ ἀκρίβεια νὰ ἐξετάσῃ τὴν κενοδοξία, θὰ ἀνακαλύψῃ ὅτι ἀποτελεῖ αἰτία ποικίλων ἀτόπων καὶ πολλάκις καταισχύνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀγαποῦν, τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτει τὰ κίνητρα.

25 Μαρτίου 2021

ΖΗΤΩ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ. ΠΑΝΤΟΥ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ.

ΖΗΤΩ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ.
ΠΑΝΤΟΥ ΜΟΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ.

21 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1) ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ Δευτε παντες προσπεσωμεν, ευσεβοφρονως Εικονας Χριστου σεπτας, τιμωντες τας Εικονας, Σωτηρος Χριστου, των Αγιων απαντων τε,........... ΕΝ ΔΕ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ Υπερτιμον κοσμησιν, η του Χριστου Εκκλησια, των σεπτων απειληφε, και αγιων Εικονων, του Σωτηρος Χριστου, και της Θεομητορος, και αγιων Παντων, φαιδροτατην αναστηλωσιν δι' ης φαιδρυνεται, και καταγλαιζεται χαριτι, και στιφος αποβαλλεται, των αιρετικων εκδιωκουσα, και αγαλλομενη, δοξαζει τον φιλανθρωπον Θεον, τον δι' αυτην υπομειναντα, παθη τα εκουσια. .........ευχαριστηριον αινον Θεω προσαγοντες, και τας εν τοιχοις και πιναξι, και ιεροις σκευεσιν εγχαραχθεισας ιερας Χριστου Εικονας, της Παναγνου και παντων των Αγιων, τιμητικως προσκυνησωμεν,............... ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ Την Θειαν σου μορφην, εν Εικοσι τυπουντες, την Γεννησιν Χριστε, αριδηλως βοωμεν, τα θαυματα τα αρρητα, την εκουσιον Σταυρωσιν........... Μορφας των Προφητων, Αποστολων τα ειδη, Μαρτυρων ιερων, και Αγιων απαντων, Εικονας και μορφωματα, ιερως ωραιζεται του Νυμφιου δε, ........... Θεσμους Εκκλησιας πατρικους, διαφυλαττοντες, εικονας γραφομεν, και ασπαζομεθα στομασι, και καρδια και θεληματι, των του Χριστου, και των αυτου Αγιων κραζοντες, Ευλογειτε ......... Γερας και τιμην κεκτημενη η Εκλλησια τον Σταυρον σου, και τας σεβασμιους Εικονας, και των Αγιων τα εκτυπωματα,μετ' ευροσυνης Δεσποτα.......... ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ Χριστος υμας προσκαλειται, συνελθετε νυν προθυμως, Θειοι Πατερες, και την Θεαν της αυτου σαρκωσεως, Αποστολικως ανιστορησατε, τα θαυματα και τα παθηματα, καθως γραφει, το θειον Ευαγγελιον. .........Μητροπαρθενε, ως αυτον κυησασα τον Πλαστην σου διο την αγιαν μορφην σου Θεογεννητορ, εν προσκυνησει εχομεν. Πεποικιλται, περιβεβληται, κεκαλωπισται η Εκκλησια, μορφωσιν του Δεσποτου των ολων, της σαρκωσεως, και των παθηματων αυτου, και τα συμβολα φερουσα εις τελος, κατα τους θειους θεσμους. Τα ιερα, των Αγιων Λειψανα, και τας Εικονας αυτων, Ληζιξ ο δεινος, αμα τω Ιωαννη, ουδολως προσκυνεισθαι, εφασκον ανομως, οι αρνηται της ευσεβειας. 2) ΤΟ ΑΝΑΘΕΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΟΥ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟ - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΩΝ. ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΑΝΑΘΕΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ 75 EAST 93RD STREET, NEW YORK, NY 10028 "Τοις βαλλουσι κατα της Εκκλησιας του Χριστου και διδασκουσι οτι η του Χριστου Εκκλησια μεμερισται εν ουτω καλουμενοις ''κλαδοις'' οιτινες διαφερουσιν αλληλων εν διδασκαλια και τροπω ζωης, η οτι η Εκκλησια ουχ υφισταται ορατως, αλλ' απαρτισθησεται εν τω μελλοντι, οταν απαντες οι ''κλαδοι'', η τμηματα, η ομολογιαι, η προσετι και θρησκειαι ενωθωσιν εν ενι σωματι και οιτινες ου διακρινουσι την ιερωσυνην και τα μυστηρια της Εκκλησιας απο της ιερωσυνης και των μυστηριων των αιρετικων, αλλα λεγουσιν οτι το βαπτισμα και η ευχαριστια των αιρετικων εισιν ικανα προς σωτηριαν οθεν, τοις κοινωνουσιν εν γνωσει τοις προμνημονευθεισιν αιρετικοις η συνηγορουσι, διαδιδουσι, η υπεραμυνομενοις της καινοφανους αυτων αιρεσεως του οικουμενισμου εν προσχηματι αδελφικης αγαπης, η υποτιθεμενης ενωσεως των διαχωρισθεντων Χριστιανων, ΑΝΑΘΕΜΑ." Ο Προεδρος της Συνοδου των Επισκοπων Μητροπολιτης Φιλαρετος. Τα μελη της Συνοδου : Σεραφειμ, Αρχιεπισκοπος Σικαγου Αθανασιος, Αρχιεπισκοπος Μπουενος - Αυρες Βιταλιος, Αρχιεπισκοπος Μοντρεαλ και Καναδα Αντωνιος, Αρχιεπισκοπος Λος Αντζελες Αντωνιος, Αρχιεπισκοπος Γενευης Αντωνιος, Αρχιεπισκοπος Σαν Φρανσισκο Σεραφειμ, Αρχιεπισκοπος Καρακας Παυλος, Αρχιεπισκοπος Συδνευ Λαυρος, Αρχιεπισκοπος Συρακουσων Κωσταντινος, Επισκοπος Ριτσμοντ Γρηγοριος, Επισκοπος Ουασιγκτον Μαρκος, Επισκοπος Βερολινου Αλυπιος, Επισκοπος Κληβελαντ Μοντρεαλ, Αυγουστος 1983. Το κειμενο αυτου του Αναθεματος δεον να συναφθη εις το Συνοδικον της Κυριακης της Ορθοδοξιας, δια να αναγνωσθη μετα του υπολοιπου κειμενου του Συνοδικου. Μεταβιβασετε παρακαλω τας ευχας μου εις την οικογενεια σας και εις τα μελη της Ενοριας σας. Με πολλην αγαπην εν τω Κυριω ημων, Μητροπολιτης Φιλαρετος Προεδρος της Συνοδου. https://youtu.be/0ZjB-NW62po Αυτα αγαπητοι μου τα λενε : οι Αγιοι Φιλαρετος, Βιταλιος, και Γρηγοριος, που αγιασανε και ειναι αναγνωρισμενοι Αγιοι απο ολες τις Ορθοδοξες Τοπικες Εκκλησιες, με αφθαρτα τα Αγια Λειψανα τους. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2019 3) ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΥΝΑΓΩΓΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ Η αποτείχιση είναι εντολή του Θεού και νόμος προς το πλήρωμα της Εκκλησίας. Με την αποτείχιση χωριζόμαστε από τους αιρετικούς και από τους κακόδοξους. Η αποτείχιση είναι υποχρεωτική για τους Ορθοδόξους. Η αποτείχιση γίνεται με την διακοπή μνημοσύνου προς τους αιρετικούς προϊσταμένους επισκόπους και με την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας προς όλους αυτούς που...... συγκοινωνούν με τους αιρεσιάρχες (μνημόσυνο=κοινωνία). Η διακοπή κοινωνίας των Ορθοδόξων προς τους αιρετικούς είναι λύτρωση και σωτηρία μέχρι να πραγματοποιηθεί Σύνοδος Αγία για την επαναφορά και την επικράτηση της αλήθειας και της κανονικότητας. Με την αποτείχιση καταγγέλουμε τους αιρετικούς και τους κακόδοξους δημιουργώντας ένσταση για να φανεί και να επέλθει η νομιμότητα η ευσέβεια και η δικαιοσύνη του Θεού. Η ένσταση της αληθινής ομολογίας μας ασφαλίζει εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ενώ μένουν από έξω όλοι οι αιρετικοί και αυτοί που επικοινωνούν μαζί τους. Το Ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας που διακόπτει την κοινωνία με το υπόλειπο πλήρωμα της κακοδοξίας και της αιρέσεως ονομάζεται πλήρωμα Ομολογιακό και Ακαινοτόμητο. Αν δε γίνει αποτείχιση από τους αιρετικούς δεν μπορεί να συγκροτηθεί Σύνοδος, αφού μόνο οι αποτειχισμένοι προκαλούν συγκαλούν και συγκροτούν Σύνοδο. Η ένσταση Ορθοδόξου Ομολογίας πρέπει να γίνεται σύμφωνα προς τους Ιερούς κανόνες και να εφαρμόζεται στην πράξη με ακρίβεια για να έχει και τα αποτελέσματα του Παναγίου Πνεύματος. Όσοι δεν αποτειχίζονται από τους κακοδόξους παραμένουν αιρετικοί και θα καταδικαστούν από τους Ορθοδόξους. Αν δεν υπήρχαν οι Ιεροί Κανόνες της αποτειχίσεως στην Εκκλησία μη γένοιτο Ορθόδοξοι και αιρετικοί θα γινόταν ένα πλήρωμα κακοδοξίας και δεν θα γινόταν ποτέ Σύνοδος αφού δεν θα υπήρχαν οι αντιδρώντες αποτειχισμένοι Ορθόδοξοι. Αποτείχιση πραγματοποιούν και όσοι έχουν πέσει σε σχίσμα και παρασυναγωγή και επιθυμούν να επιστρέψουν εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αν δεν υπάρχουν κανονικοί λόγοι ''Ευσεβείας και Δικαιοσύνης'' δεν επιτρέπεται άλλα απαγορεύεται ή αποτείχιση για να μην δημιουργηθεί σχίσμα και παρασυναγωγή. Η ανώτερη αυθεντία στην Εκκλησία είναι το ομολογιακό και Ακαινοτόμητο Πλήρωμα της Ορθοδοξίας που έχει την δυνατότητα να επικυρώσει ως Αγίες ή να ακυρώσει ως ληστρικές τις αποφάσεις των τοπικών και οικουμενικών Συνόδων. Σήμερα το μοναδικό υποχρεωτικό νόμιμο και κανονικό δικαίωμα που έχουμε εάν θέλουμε να βρισκόμαστε εντός της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας είναι να αποτειχιστούμε και να διακόψουμε την Εκκλησιαστική κοινωνία: με τους αιρετικούς και σχισματικούς οικουμενιστές, με τους σχισματικούς οικουμενιστές, με τους παραταξιακούς της παρασυναγωγής μέχρι να προκαλέσουμε να συγκαλέσουμε και να συγκροτήσουμε Αγία και όχι ληστρική Πανορθόδοξη Σύνοδο για να εξετάσουμε και να καταδικάσουμε τους κακοδόξους ώστε να επικρατήσει η Αλήθεια του Θεού μας και για να επαναφέρουμε την κανονική τάξη στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΗΣΟΝ ΚΑΙ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί τῆς Μίας Ἀγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε χρέος νά ὁμολογήσουμε τήν ἀληθινή πίστη στά σημερινά χρόνια τῆς ἀποστασίας: γι' αὐτό, σύμφωνα μέ τό κανονικό ἐκκλησιαστικό δίκαιο καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας δηλώνουμε: ὅτι γιά λόγους εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, ἔχουμε ἀποτειχισθεῖ μέ διακοπή πᾶσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρό συνοδικῆς διαγνώσεως, ἀπό τούς Ἐπισκόπους πού κηρύττουν γυμνῇ τῇ κεφαλῄ στήν Ἐκκλησία τήν αἴρεση καί τό νέο-ἡμερολογίτικο σχίσμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καί ἀπό αὐτούς πού συγκοινωνοῦν μαζί τους. Ἀκόμη δηλώνουμε πῶς δέν ἔχουμε καμία ἐκκλησιαστική κοινωνία, μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς παρασυναγωγῆς ὅλων τῶν παρατάξεων τῶν λεγομένων Γ.Ο.Χ., καί μέ αὐτους πού συγκοινωνοῦν μαζί τους. Μέ τήν θεάρεστη, λυτρωτική καί σωτήρια πράξη τῆς ἀποτειχίσεως, εἴμαστε ὥς Ὀρθόδοξοι ἄξιοι τιμῆς καί ὄχι καταδίκης, διότι ὄχι μόνο σχίσμα δέν προξενήσαμε, ἀλλά ἐλευθερώσαμε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν κοινωνία τῶν αἰρέσεων καί τῶν σχισμάτων τῶν ψευδεπισκόπων. Ἡ Ὀρθόδοξη ἔνσταση εἶναι ἡ κανονική ὁδός, πού ὁδηγεῖ σέ συγκρότηση γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνόδου γιά τή δίκη τοῦ καινοτομοῦντος πληρώματος, καί τήν ἐπαναφορά τῆς κανονικῆς τάξης στήν ἀνατολική Ἐκκλησία. Ακολουθούν υπογραφές :

20 Μαρτίου 2021

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ
https://youtu.be/u58c08S8epI

19 Μαρτίου 2021

Τω Σαββατω της πρωτης Εβδομαδος των Νηστειων, το δια των Κολλυβων παραδοξον θαυμα του αγιου και ενδοξου Μεγαλομαρτυρος Θεοδωρου του Τηρωνος εορταζομεν.

Και το παρον. Απολυτικιον. Ηχος β'. Μεγαλα τα της πιστεως κατορθωματα! εν τη πηγη της φλογος, ως επι υδατος αναπαυσεως, ο αγιος Μαρτυς Θεοδωρος ηγαλλετο, πυρι γαρ ολοκαυτωθεις, ως αρτος ηδυς, τη Τριαδι προσηνεκται. Ταις αυτου ικεσιαις, Χριστε ο Θεος, σωσον τας ψυχας ημων. Κοντακιον. Αυτομελον. Ηχος πλ. δ'. Πιστην Χριστου ωσει Θωρακα, ενδον λαβων εν καρδια σου, τας εναντιας δυναμεις κατεπατησας Πολυαθλε, και στεφει ουρανιω εστεφθης αιωνιως, ως αηττητος. CΥΝΑΞΑΡΙΟΝ του Μηναιου, ειτα το παρον. Τω Σαββατω της πρωτης Εβδομαδος των Νηστειων, το δια των Κολλυβων παραδοξον θαυμα του αγιου και ενδοξου Μεγαλομαρτυρος Θεοδωρου του Τηρωνος εορταζομεν. Τροφη κολλυβων, εστια Τηρων πολιν, Τρυφην τιθεις απρακτον, ηλιγισμενην. Ταις αυτου πρεσβειαις, ο Θεος, ελεησον και σωσον ημας. Αμην.

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ
https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=2941211936107598&id=100006564617179

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ Χαιρετισμοί της Παναγίας  ΣΤΑΣΙΣ Α’ Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω τό Χαίρε (γ’) καί σύν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών Κύριε, εξίστατο καί ίστατο, κραυγάζων πρός αυτήν τοιαύτα. Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει, χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει. Χαίρε, τού πεσόντος , Αδάμ η ανάκλησις, χαίρε τών δακρύων τής Εύας η λύτρωσις. Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς. Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα. Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τόν Ήλιον, χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις, χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται Κτίστης. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τώ Γαβριήλ θαρσαλέως. Τό παράδοξόν σου τής φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται, ασπόρου γάρ συλλήψεως τήν κύησιν πώς λέγεις; κράζων, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε πρός τόν λειτουργούντα: Εκ λαγόνων αγνών, Υιόν πώς εστι τεχθήναι δυνατόν, λέξον μοι. Πρός ήν εκείνος έφησεν εν φόβω , πλήν κραυγάζων ούτω, Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις, χαίρε, σιγής δεομένων πίστις. Χαίρε, τών θαυμάτων Χριστού τό προοίμιον, χαίρε, τών δογμάτων αυτού τό κεφάλαιον. Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι ‘ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε γέφυρα μετάγουσα τούς εκ γής πρός ουρανόν, Χαίρε, τό τών Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα, χαίρε, τό τών δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα, Χαίρε, τό Φώς αρρήτως γεννήσασα, χαίρε, τό πώς μηδένα διδάξασα. Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν. χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας. Χαίρε, Ν ύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Δύναμις τού Υψίστου, επεσκίασε τότε, πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω. καί τήν εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοίς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τώ ψάλλειν ούτως. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος τήν μήτραν, ανέδραμε πρός τήν Ελισάβετ, τό δέ βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τόν ταύτης ασπασμόν, έχαιρε! καί άλμασιν ως άσμασιν, εβόα πρός τήν Θεοτόκον. Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα, χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα, Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον, χαίρε, φυτουργόν τής ζωής ημών φύουσα. Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν, οικτιρμών, χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών. Χαίρε, ότι λειμώνα τής τρυφής αναθάλλεις, χαίρε, ότι λιμένα τών ψυχών ετοιμάζεις. Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα, χαίρε, παντός τού κόσμου εξίλασμα. Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία, χαίρε, θνητών πρός Θεόν παρρησία. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, πρός τήν άγαμόν σε θεωρών, καί κλεψίγαμον υπονοών Άμεμπτε, μαθών δέ σου τήν σύλληψιν εκ Πνεύματος αγίου, έφη. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Β’ Ήκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν, και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γατρί Μαρίας Βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον, Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ, χαίρε, αυλή λογικών προβάτων. Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον, χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον. Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη, χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς. Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα, χαίρε, των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος. Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα, χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα. Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο Άδης, χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη, και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα, και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν Αυτώ βοώντες, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ίδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους, και Δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι και βοήσαι τη Ευλογημένη, Χαίρε, αστέρος αδύτου Μήτηρ, χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας. Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα, χαίρε, της τριάδος τους μύστας φωτίζουσα. Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής, χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν. Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας, χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων. Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα, χαίρε, φλογός παθών απαλλάτουσα. Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης, χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Κήρυκες θεοφόροι γεγονόντες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Λάμψας εν τη Αιγύπτω φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος, τα γαρ είδωλα ταύτης, Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες εβόων προς την Θεοτόκον, Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων, χαίρε, κατάπωσις των δαιμόνων. Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα, χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα. Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοήτον, χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν. Χαίρε, πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει, χαίρε, σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης. Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε, χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε. Χαίρε, η Γη της επαγγελίας, χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος, διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν, κράζων, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Γ’ Νέαν έδειξε κτίσιν, εμπανίσας ο Κτίστης, υμίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην, ώσπερ ην, άφθορον, ίνα το θαύμα βλέποντες, υμνήσωμεν αυτήν, βοώντες: Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας, χαίρε, το στέφος της εγκρατείας. Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα, χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα. Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τέφονται πιστοί, χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπτοναι πολλοί. Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις, χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις. Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις, χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις. Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας, χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες, διά τούτο γαρ ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άντρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος τους Αυτώ βοώντας: Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος; συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε; και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου ακουούσης ταύτα: Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα; χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα. Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα; χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα. Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ; χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ. Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα; χαίρε, η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα. Χαίρε, δι’ ης ελύθη παράβασις; χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη Παράδεισος. Χαίρε, η κλεις της Χριστού βασιλείας; χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Πάσα φύσις Αγγέλων κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπήσεως έργον, τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως; Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε; απορούσι γαρ λέγειν το πως και Παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας; ημείς δε το Μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν: Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον, χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον. Χαίρε, φιλοσόφρους ασόφους δεικνύουσα; χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα. Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί; χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί. Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα; χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα. Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα; χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα. Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι; χαίρε, λιμήν του βίου πλωτήρων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Σώσαι θέλων τον κόσμον ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε, και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος; ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει; Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Δ’ Τείχος εί τών Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καί πάντων τών εις σέ προστρεχόντων, ο γάρ τού ουρανού καί τής γής, κατεσκεύασέ σε Ποιητής Άχραντε, οικήσας εν τή μήτρα σου, καί πάντας σοι προσφωνείν διδάξας. Χαίρε, η στήλη τής παρθενίας. χαίρε, η πύλη τής σωτηρίας. Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως. χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος. Χαίρε, σύ γάρ ανεγέννησας τούς συλληφθέντας αισχρώς. χαίρε, σύ γάρ ενουθέτησας τούς συληθέντας τόν νούν, Χαίρε, η τόν φθορέα τών φρενών καταργούσα. χαίρε, η τόν σπορέα τής αγνείας τεκούσα. Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως. χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα, Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων. χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ύμνος άπας, ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τώ πλήθει τών πολλών οικτιρμών σου, ισαρίθμους γάρ τή ψάμμω ωδάς, άν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοίς σοί βοώσιν, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Φωτοδόχον λαμπάδα, τοίς εν σκότει φανείσαν, ορώμεν τήν αγίαν Παρθένον, τό γάρ άϋλον άπτουσα φώς, οδηγεί πρός γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τόν νούν φωτίζουσα, κραυγή δέ τιμωμένη ταύτα. Χαίρε, ακτίς νοητού Ηλίου, χαίρε, βολίς τού αδύτου φέγγους. Χαίρε, αστραπή τάς ψυχάς καταλάμπουσα, χαίρε, ώς βροντή τούς εχθρούς καταπλήττουσα, Χαίρε, ότι τόν πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν, χαίρε, ότι τόν πολύρρητον, αναβλύζεις ποταμόν. Χαίρε, τής κολυμβήθρας ζωγραφούσα τόν τύπον, χαίρε, τής αμαρτίας αναιρούσα τόν ρύπον, Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν, χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν. Χαίρε, οσμή τής Χριστού ευωδίας. χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού, πρός τούς αποδήμους τής αυτού χάριτος, καί σχίσας τό χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ψάλλοντές σου τόν τόκον, ανυμνούμέν σε πάντες, ώς έμψυχον ναόν, Θεοτόκε, εν τή σή γάρ οικήσας γαστρί, ο συνέχων πάντα τή χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας. Χαίρε, σκηνή τού Θεού καί Λόγου. χαίρε, Αγία Αγίων μείζων, Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τώ Πνεύματι. χαίρε, θησαυρέ τής ζωής αδαπάνητε, Χαίρε, τίμιον διάδημα, βασιλέων ευσεβών. χαίρε, καύχημα σεβάσμιον, Ιερέων ευλαβών, Χαίρε τής Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος. χαίρε, τής βασιλείας τό απόρθητον τείχος. Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια. χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι. Χαίρε, χρωτός τού εμού θεραπεία, χαίρε, ψυχής τής εμής σωτηρία. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ώ πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τόν πάντων Αγίων αγιώτατον Λόγον (γ’), δεξαμένη τήν νύν προσφοράν, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας, καί τής μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοώντας, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω τό Χαίρε (γ’) καί σύν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών Κύριε, εξίστατο καί ίστατο, κραυγάζων πρός αυτήν τοιαύτα. Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει, χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει. Χαίρε, τού πεσόντος, Αδάμ η ανάκλησις, χαίρε τών δακρύων τής Εύας η λύτρωσις. Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς. Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα. Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τόν Ήλιον, χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις, χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται Κτίστης. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ήχος πλ. δ’ Αυτόμελον Τή υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια, ως λυτρωθείσα τών δεινών, ευχαριστήρια, αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε, αλλ’ ώς έχουσα τό κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω σοι, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ Τη υπερμαχω στρατηγω τα νικητηρια, ως λυτρωθεισα των δεινων ευχαριστηρια, αναγραφω σοι η πολις σου, Θεοτοκε. Αλλ' ως εχουσα το κρατος απροσμαχητον, εκ παντοιων με κινδυνων ελευθερωσον, ινα κραζω σοι, Χαιρε, Νυμφη ανυμφευτε. ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ Χαιρετισμοί της Παναγίας  ΣΤΑΣΙΣ Α’ Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω τό Χαίρε (γ’) καί σύν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών Κύριε, εξίστατο καί ίστατο, κραυγάζων πρός αυτήν τοιαύτα. Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει, χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει. Χαίρε, τού πεσόντος , Αδάμ η ανάκλησις, χαίρε τών δακρύων τής Εύας η λύτρωσις. Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς. Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα. Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τόν Ήλιον, χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις, χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται Κτίστης. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τώ Γαβριήλ θαρσαλέως. Τό παράδοξόν σου τής φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται, ασπόρου γάρ συλλήψεως τήν κύησιν πώς λέγεις; κράζων, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε πρός τόν λειτουργούντα: Εκ λαγόνων αγνών, Υιόν πώς εστι τεχθήναι δυνατόν, λέξον μοι. Πρός ήν εκείνος έφησεν εν φόβω , πλήν κραυγάζων ούτω, Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις, χαίρε, σιγής δεομένων πίστις. Χαίρε, τών θαυμάτων Χριστού τό προοίμιον, χαίρε, τών δογμάτων αυτού τό κεφάλαιον. Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι ‘ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε γέφυρα μετάγουσα τούς εκ γής πρός ουρανόν, Χαίρε, τό τών Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα, χαίρε, τό τών δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα, Χαίρε, τό Φώς αρρήτως γεννήσασα, χαίρε, τό πώς μηδένα διδάξασα. Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν. χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας. Χαίρε, Ν ύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Δύναμις τού Υψίστου, επεσκίασε τότε, πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω. καί τήν εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοίς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τώ ψάλλειν ούτως. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος τήν μήτραν, ανέδραμε πρός τήν Ελισάβετ, τό δέ βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τόν ταύτης ασπασμόν, έχαιρε! καί άλμασιν ως άσμασιν, εβόα πρός τήν Θεοτόκον. Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα, χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα, Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον, χαίρε, φυτουργόν τής ζωής ημών φύουσα. Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν, οικτιρμών, χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών. Χαίρε, ότι λειμώνα τής τρυφής αναθάλλεις, χαίρε, ότι λιμένα τών ψυχών ετοιμάζεις. Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα, χαίρε, παντός τού κόσμου εξίλασμα. Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία, χαίρε, θνητών πρός Θεόν παρρησία. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, πρός τήν άγαμόν σε θεωρών, καί κλεψίγαμον υπονοών Άμεμπτε, μαθών δέ σου τήν σύλληψιν εκ Πνεύματος αγίου, έφη. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Β’ Ήκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν, και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γατρί Μαρίας Βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον, Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ, χαίρε, αυλή λογικών προβάτων. Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον, χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον. Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη, χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς. Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα, χαίρε, των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος. Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα, χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα. Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο Άδης, χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη, και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα, και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν Αυτώ βοώντες, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ίδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους, και Δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι και βοήσαι τη Ευλογημένη, Χαίρε, αστέρος αδύτου Μήτηρ, χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας. Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα, χαίρε, της τριάδος τους μύστας φωτίζουσα. Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής, χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν. Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας, χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων. Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα, χαίρε, φλογός παθών απαλλάτουσα. Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης, χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Κήρυκες θεοφόροι γεγονόντες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν. Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Λάμψας εν τη Αιγύπτω φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος, τα γαρ είδωλα ταύτης, Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες εβόων προς την Θεοτόκον, Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων, χαίρε, κατάπωσις των δαιμόνων. Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα, χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα. Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοήτον, χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν. Χαίρε, πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει, χαίρε, σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης. Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε, χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε. Χαίρε, η Γη της επαγγελίας, χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος, διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν, κράζων, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Γ’ Νέαν έδειξε κτίσιν, εμπανίσας ο Κτίστης, υμίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην, ώσπερ ην, άφθορον, ίνα το θαύμα βλέποντες, υμνήσωμεν αυτήν, βοώντες: Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας, χαίρε, το στέφος της εγκρατείας. Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα, χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα. Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τέφονται πιστοί, χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπτοναι πολλοί. Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις, χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις. Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις, χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις. Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας, χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες, διά τούτο γαρ ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άντρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος τους Αυτώ βοώντας: Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος; συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε; και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου ακουούσης ταύτα: Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα; χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα. Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα; χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα. Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ; χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ. Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα; χαίρε, η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα. Χαίρε, δι’ ης ελύθη παράβασις; χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη Παράδεισος. Χαίρε, η κλεις της Χριστού βασιλείας; χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Πάσα φύσις Αγγέλων κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπήσεως έργον, τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως; Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε; απορούσι γαρ λέγειν το πως και Παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας; ημείς δε το Μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν: Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον, χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον. Χαίρε, φιλοσόφρους ασόφους δεικνύουσα; χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα. Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί; χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί. Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα; χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα. Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα; χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα. Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι; χαίρε, λιμήν του βίου πλωτήρων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Σώσαι θέλων τον κόσμον ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε, και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος; ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει; Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. ΣΤΑΣΙΣ Δ’ Τείχος εί τών Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καί πάντων τών εις σέ προστρεχόντων, ο γάρ τού ουρανού καί τής γής, κατεσκεύασέ σε Ποιητής Άχραντε, οικήσας εν τή μήτρα σου, καί πάντας σοι προσφωνείν διδάξας. Χαίρε, η στήλη τής παρθενίας. χαίρε, η πύλη τής σωτηρίας. Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως. χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος. Χαίρε, σύ γάρ ανεγέννησας τούς συλληφθέντας αισχρώς. χαίρε, σύ γάρ ενουθέτησας τούς συληθέντας τόν νούν, Χαίρε, η τόν φθορέα τών φρενών καταργούσα. χαίρε, η τόν σπορέα τής αγνείας τεκούσα. Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως. χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα, Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων. χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ύμνος άπας, ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τώ πλήθει τών πολλών οικτιρμών σου, ισαρίθμους γάρ τή ψάμμω ωδάς, άν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοίς σοί βοώσιν, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Φωτοδόχον λαμπάδα, τοίς εν σκότει φανείσαν, ορώμεν τήν αγίαν Παρθένον, τό γάρ άϋλον άπτουσα φώς, οδηγεί πρός γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τόν νούν φωτίζουσα, κραυγή δέ τιμωμένη ταύτα. Χαίρε, ακτίς νοητού Ηλίου, χαίρε, βολίς τού αδύτου φέγγους. Χαίρε, αστραπή τάς ψυχάς καταλάμπουσα, χαίρε, ώς βροντή τούς εχθρούς καταπλήττουσα, Χαίρε, ότι τόν πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν, χαίρε, ότι τόν πολύρρητον, αναβλύζεις ποταμόν. Χαίρε, τής κολυμβήθρας ζωγραφούσα τόν τύπον, χαίρε, τής αμαρτίας αναιρούσα τόν ρύπον, Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν, χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν. Χαίρε, οσμή τής Χριστού ευωδίας. χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού, πρός τούς αποδήμους τής αυτού χάριτος, καί σχίσας τό χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Ψάλλοντές σου τόν τόκον, ανυμνούμέν σε πάντες, ώς έμψυχον ναόν, Θεοτόκε, εν τή σή γάρ οικήσας γαστρί, ο συνέχων πάντα τή χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας. Χαίρε, σκηνή τού Θεού καί Λόγου. χαίρε, Αγία Αγίων μείζων, Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τώ Πνεύματι. χαίρε, θησαυρέ τής ζωής αδαπάνητε, Χαίρε, τίμιον διάδημα, βασιλέων ευσεβών. χαίρε, καύχημα σεβάσμιον, Ιερέων ευλαβών, Χαίρε τής Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος. χαίρε, τής βασιλείας τό απόρθητον τείχος. Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια. χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι. Χαίρε, χρωτός τού εμού θεραπεία, χαίρε, ψυχής τής εμής σωτηρία. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ώ πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τόν πάντων Αγίων αγιώτατον Λόγον (γ’), δεξαμένη τήν νύν προσφοράν, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας, καί τής μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοώντας, Αλληλούϊα. Αλληλούϊα. Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω τό Χαίρε (γ’) καί σύν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών Κύριε, εξίστατο καί ίστατο, κραυγάζων πρός αυτήν τοιαύτα. Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει, χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει. Χαίρε, τού πεσόντος, Αδάμ η ανάκλησις, χαίρε τών δακρύων τής Εύας η λύτρωσις. Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς. Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα. Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τόν Ήλιον, χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις, χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται Κτίστης. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. Ήχος πλ. δ’ Αυτόμελον Τή υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια, ως λυτρωθείσα τών δεινών, ευχαριστήρια, αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε, αλλ’ ώς έχουσα τό κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω σοι, Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.