30 Μαΐου 2022

Το αληθές των προλεχθέντων καταφαίνεται δια της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, ότε ο Πρόεδρος Αύτης Άγιος Ταράσιος είπεν: «δεχόμεθα τους από αιρετικών χειροτονηθέντας» μέχρι συνοδικής κρίσεως της αιρέσεως τούτων. «Εάν δε Συνοδική εκφώνησις (απόφασις) γένηται και ομόνοια των Εκκλησιών επί Ορθοδοξία» και κατά της αίρέσεως, τότε «ο τολμών από βεβήλων αιρετικών χειροτονείσθαι, τη καθαιρέσει ύποπεσείται. Η αγία Σύνοδος είπεν΄ αύτη δικαία κρίσις» (Μ. 12, 1042).

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΚΥΡΑ ΕΓΚΥΡΑ . Η αποτείχεισις εκ των καινοτόμων και αιρετικών Είναι γνωστόν, ότι ο ιερός ημών αγών προβλέπεται από την Ορθόδοξον Παράδοσιν. Εκφραζομένη αύτη δια του ΙΕ' Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, επαινεί ως αξίους τιμής τους αποτειχίζοντας, ήτοι διαχωρίζοντας εαυτούς από τον Επίσκοπον «προ συνοδικής διαγνώσεως», όταν ούτος κηρύσσει «δημοσία», «γυμνή τη κεφαλή» και «επ' Εκκλησίας» αίρεσιν, «παρά των Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην», ήτοι κατακεκριμένην. Οι ενιστάμενοι κατά της εορτολογικής καινοτομίας του 1924 και γενικότερον κατά της αιρέσεως του Οικουμενισμού, απετείχισαν εαυτούς εκ των καινοτόμων και των αιρετιζόντων και ήρχισαν Ιερόν αντιαιρετικόν αγώνα. Διαφωτίζοντες τους εν αγνοία και προλειαίνοντες το έδαφος, απέβλεπον εις Πανορθόδοξον ή Οικουμενικήν Σύνοδον, και συνοδικήν διάγνωσιν, κρίσιν και απόφασιν επί του τολμηθέντος. Είναι αξιοπαρατήρητον αυτό το οποίον μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας μας εν προκειμένω. Δηλαδή ότι μιας τοιαύτης Συνόδου προηγείτο πάντοτε εν διάστημα χρόνου, ήτοι η προσυνοδική περίοδος, καθ' ην επεκράτει αναταραχή και διάσπασις μεταξύ των Χριστιανών λόγω της κηρυσσομένης αιρέσεως. Βεβαίως δεν ετίθετο τότε ζήτημα εγκύρων ή ακύρων Μυστηρίων, αλλά θέμα αποτειχίσεως εκ των αιρετιζόντων, καταγγελίας της πλάνης, διαφωτίσεως και αγώνος προς σύγκλησιν αρμοδίας Συνόδου. Μέχρι της συγκλήσεως Συνόδου, μόνης αρμοδίας να αποφασίσει περί της αιρέσεως και των αιρετικών, η Θεία Χάρις, φιλανθρωπευομένη ενήργει προς σωτηρίαν του αγνοούντος ή διωκομένου Λαού του Θεού, οπωσδήποτε όμως εις κατάκρισιν των αιρετικών και των συμφρονούντων προς αυτούς ενσυνειδήτως, ως αποδεικνύεται εκ των κατωτέρω. Β. Τα Μυστήρια των αιρετικών προ συνοδικής διαγνώσεως Το αληθές των προλεχθέντων καταφαίνεται δια της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, ότε ο Πρόεδρος Αύτης Άγιος Ταράσιος είπεν: «δεχόμεθα τους από αιρετικών χειροτονηθέντας» μέχρι συνοδικής κρίσεως της αιρέσεως τούτων. «Εάν δε Συνοδική εκφώνησις (απόφασις) γένηται και ομόνοια των Εκκλησιών επί Ορθοδοξία» και κατά της αίρέσεως, τότε «ο τολμών από βεβήλων αιρετικών χειροτονείσθαι, τη καθαιρέσει ύποπεσείται. Η αγία Σύνοδος είπεν΄ αύτη δικαία κρίσις» (Μ. 12, 1042). Γ. Ο τρόπος αποδοχής των υπό των αιρετικών χειροτονηθέντων Την ανωτέρω υποστηριζομένην θέσιν ισχυροποιεί ο τρόπος αποδοχής των υπό αιρετικών χειροτονηθέντων. Ούτως, ο Πατριάρχης Κων/πόλεως και Πρόεδρος της Αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου Ανατόλιος «υπό Διοσκόρου του δυσσεβούς κεχειροτόνητο παρόντος του Ευτυχούς» του αίρεσιάρχου (Μ. 12, 1042). Αλλά «και οι πλείοντες των εν τη "'Εκτη αγία Συνόδω συνεδριασάντων» επισκόπων, «υπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου εκεχειροτόνηντο, των καθηγητών της αιρέσεως του Μονοθελητισμού» (Μ. 12, 1047). Δ. Η περίπτωσις του Νεστορίου Τα ανωτέρω βεβαιούνται προσέτι και εκ των εξής: Η Αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος τον αιρεσιάρχην Νεστόριον, προ της συνοδικής αυτού καταδίκης, αποκαλεί ''ευλαβέστατον'' και ''κύριον'' (Μ. 4, 1180, 1181). Δια της καταδικαστικής όμως ταύτης αποφάσεως χαρακτηρίζει τούτον ασεβέστατον (Μ. 4, 1212). Το δε αξιοσημείωτον είναι, ότι δεν θέτει ζήτημα ακυρότητος των τελεσθέντων παρ' αυτού Μυστηρίων προ της τελικής καταδίκης αυτού. Δια τούτο, ως λέγει ο Μέγας Φώτιος, «του Νεστορίου καθαιρεθέντος, ουδείς των υπ' αυτού χειροτονηθέντων καθήρηται» (P.G. 104, 1224). Ε. Το παράδειγμα του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου Ο ζηλωτής Ηγούμενος του Στουδίου, Όσιος Θεόδωρος, δις διέκοψε την κοινωνίαν προς δύο Πατριάρχας Κων/πόλεως, λόγω της Μοιχειανικής αιρέσεως, η οποία κατά τον ίδιον είναι «ανατροπή του παντός μέχρι του Αντιχρίστου» (P.G. 99, 1025). Και όμως δεν έθεσε ζήτημα ακυρότητος των Μυστηρίων. "'Οτε δε επανέλαβε την κοινωνίαν, εκοινώνει μετά των Πατριαρχών «φιλία τε θερμοτέρα» μετά πνευματικής εύφροσύνης» (P.G. 99, 165, 257). ΣΤ. Η προυπάρχουσα καταδίκη Υποστηρίζουν τινες εν απλότητι, ότι δεν ύφίσταται ανάγκη συνοδικής διαγνώσεως, εφ' όσον η Εκκλησία εις το παρελθόν κατεδίκασε την νυν κηρυσσομένην καινοτομίαν ή αίρεσιν. Εις την περίπτωσιν όμως ειδικώς του Οσίου Θεοδώρου βλέπομεν το αντίθετον. Ούτος δεν έθεσε ζήτημα ακυρότητος των Μυστηρίων, παρ' όλον ότι η Μοιχειανική αίρεσις ως αθέτησις του Εύαγγελικού και Κανονικού Νόμου είχε καταδικασθεί πρότερον παρά της Εκκλησίας και γενικώς και ειδικώς. Γενικώς π.χ. δια του Α' Κανόνος της Αγίας Β' Οικουμενικης Συνόδου. Δι' αυτού εντελλόμεθα οι Χριστιανοί, όπως αναθεματίζομεν «πάσαν αίρεσιν». Και ειδικώς κατεκρίθη ή Κανονομαχική αύτη αίρεσις, ως π.χ. δια του Β' Κανόνος της Αγίας ΣΤ' Οίκουμενικης Συνόδου. Δι' αυτού ορίζεται, «ει δε τις αλώ (συλληφθεί) Κανόνα τινα» «καινοτομών ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον Κανόνα», δηλαδή, ως ερμηνεύει ο 'Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «Ούτος να λαμβάνει το επιτίμιον όπου έχει ο Κανών εκείνος». Ζ. Το αρμόδιον εκκλησιαστικόν όργανον Διατι όμως ο ομολογητής 'Οσιος Θεόδωρος ετήρει την προαναφερθείσαν στάσιν, αν και είχε προηγηθεί καταδίκη της κακοδοξίας υπό της Εκκλησίας; Διότι κατά την Παράδοσιν της Ορθοδοξίας, τα επιτίμια των Ιερών Κανόνων επιβάλλονται υπό του τρίτου προσώπου, ήτοι του αρμοδίου εκκλησιαστικού οργάνου, ως είναι η εκάστοτε Σύνοδος. Πρώτον πρόσωπον νοείται η εκδούσα τον Κανόνα Οικουμενική Σύνοδος, δεύτερον ο παραβάτης τούτου και τρίτον ο κριτής. «Αν η Σύνοδος», γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «δεν ενεργήσει εμπράκτως την καθαίρεσιν των Ιερέων, ή τον αφορισμόν, ή τον αναθεματισμόν των λαικών, οι Ιερείς αύτοι και οι λαικοί, ούτε καθηρημένοι είναι ενεργεία, ούτε αφορισμένοι ή αναθεματισμένοι». Είναι «υπόδικοι όμως, εδώ μεν (εις την παρούσαν ζωήν) εις την καθαίρεσιν και αφορισμόν ή αναθεματισμόν, εκεί δε (εις την μέλλουσαν ζωήν) εις την θείαν δίκην». Συμπληρώνων δέ ό αύτος ζηλωτής Άγιος (εις τήν υποσημ. 2 της ερμηνείας του Γ' Κανόνος των Αγίων Αποστόλων), λέγει χαρακτηριστικως: «Αύτοι οι ίδιοι θείοι Απόστολοι φανερά εξηγούσι τον έαυτόν τους με τον ΜΣΤ' Κανόνα τους, επειδή δεν λέγουσι πως ήδη ευθύς ενεργεία ευρίσκεται καθηρημένος, όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος δεχθή το των αιρετικων βάπτισμα, αλλά καθαιρείσθαι προστάσσομεν, ήγουν να παρασταθή εις κρίσιν, και αν αποδειχθή πως τούτο έκαμε, τότε ας γυμνωθή με την ιδικήν σας απόφασιν από την ιερωσύνην, τούτο προστάσσομεν». Τούτο συνάδει και προς τον ΙΕ' Κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, ο οποίος επαινεί την αποτείχισιν «προ συνοδικής διαγνώσεως», εκ του κηρύσσοντος αίρεσιν επισκόπου. Λέγει «προ συνοδικής διαγνώσεως», διότι αύτη προυποτίθεται βεβαίως και δια τον κηρύξαντα αίρεσιν. Η. Κατακριθείσα και μη κατακριθείσα αίρεσις Δια τον λόγον αυτόν βεβαίως ο 'Αγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έγραφεν, ότι η κοινωνία προς την ήδη κατακριθείσαν επί των ημερών αυτού αίρεσιν της είκονομαχίας είναι «αλλοτρίωσις Χριστού» (P.G. 99, 1276). Η δε των κατακριθέντων εικονομάχων λεγομένη θεία κοινωνία δεν είναι απλώς «κοινός άρτος, αλλά φάρμακον (δηλητήριον), ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον» (P.G. 99, 1189). Δια τους μη κριθέντας δε τότε μοιχειανούς έλεγε: «Εκ παντός ιερέως αδιαβλήτου μεταλαμβάνομεν. Δια τούτο δε εκ του (ιερέως) Ιωσήφ ου μεταλαμβανομεν, ώς διαβεβλημενου αυτού δημοσία. Διαβεβλημένοι δ' αν είεν (θα είναι) πάντως (βεβαίως) και οι τούτω συλλειτουργούντες» (P.G. 99, 1065-1068). Θ. Η περίπτωσις των Αρμενίων Ο Ισαάκ Αρμενίας γράφει, ότι οι Χριστιανοί Αρμένιοι «εξέκκλιναν» από «τας παραδόσεις του αγίου Γρηγορίου (Αρμενίας) και των άλλων Πατέρων». Μετά των άλλων δε, μετέθεσαν και εορτάς. Και όμως επειδή «περί την πίστιν και την Σύνοδον την εν Χαλκηδόνι και περί τας δύο φύσεις τας εν Χριστώ τω Θεώ ημών ουδεμίαν αμφιβολίαν είχον, έως ετών ργ' (103) από της Συνόδου της εν Χαλκηδόνι», εκοινώνουν μετά της Εκκλησίας. Η δε Ορθόδοξος Εκκλησία, κατά το χρονικόν τούτο διάστημα, δεν εθεώρει τα εκείνων Μυστήρια άκυρα, έως ότου αυτοί «απεστάτησαν από της κοινωνίας» της Ορθοδοξίας, αθετήσαντες την Αγίαν Δ' Οικουμενικην Σύνοδον (P.G. 132, 1256, 1257). Ι. Παρέκκλισις από των Πατερικών «Ορίων» Μετά την σύντομον έκθεσιν των ανωτέρω, ταπεινώς φρονούμεν ότι κακώς τίθεται θέμα εγκυρότητος των Μυστηρίων. Επιβαλλεται λοιπόν να βαδίσωμεν την «βασιλική οδόν» και μη παρεκκλίνωμεν από τα «όρια» τα «αιώνια», «α έθεντο οι Πατέρες» ημών (Παροιμ. κβ' 28). Αύτη δε η «βασιλική οδός» είναι η καλή και αναγκαία και πατροπαράδοτος ένστασις δια της αποτειχίσεως εκ των καινοτόμων και αιρετικών. Επίσης η συγκρότησις του ακαινοτομήτου πληρώματος, του οποίου η θεάρεστος διαποίμανσις υφ' ημών Χάριτι Θεία, εν αγάπη και ταπεινώσει, θα δίδει την καλυτέραν μαρτυρίαν Πίστεως, ίνα κοπάσει ο σάλος μεταξύ των Ορθοδόξων, δια της επανόδου εις το απ' αιώνος πατροπαράδοτον εορτολογικόν καθεστώς. Και ούτω θα αποσοβώνται οι μερισμοί και τα σχίσματα και αι καινοτομίαι εν ονόματι του αγώνος κατά της καινοτομίας, η πτώσις εκ δεξιών, η απομάκρυνσις εκ της αληθείας, της αγάπης και της χάριτος του Σωτήρος ημών Χριστού, η διάσπασις συνεχώς εις αλληλομαχομένας παρατάξεις, και ως εκ τούτου ο σκανδαλισμός και η απώλεια των ψυχών. Άλλωστε την «βασιλικήν οδόν» ταύτην εβάδιζεν ανέκαθεν και η Ρωσική Διασπορά υπό τον Μητροπολίτην Φιλάρετον, ήτις προ του 1965 (άρσις αναθεμάτων) εκοινώνει μετά των Νεοημερολογιτών. Τον δε Σεπτέμβριον του 1974 απεφάνθη ως εξής: «Αναφορικώς δε προς την ερώτησιν της ύπάρξεως ή μη Χάριτος εν τοις Νεοημερολογίταις, η Ορθόδοξος Διασπορά δεν θεωρεί εαυτήν ή οιανδήποτε τοπικήν Εκκλησίαν ότι έχει την αυθεντίαν μιας τελικής αποφάσεως, έως ου εις οριστικός κανών επί του προκειμένου γίνει μόνον υπό μιας κανονικώς συγκληθείσης αρμοδίας Οικουμενικής Συνόδου, υπό την απαραίτητον συμμετοχήν μιας ελευθέρας Ρωσικής Εκκλησίας». ΙΑ. «Και εάν δεν συνέλθει Σύνοδος Ορθοδόξων;» Αυτό το ερώτημα φέρεται συνήθως, ως δήθεν ισχυρόν επιχείρημα υπό των υποστηρικτών του αδοκίμου κηρύγματος της απωλείας της Χάριτος. Κατά πρώτον λόγον, πρέπει να ερωτήσωμεν εαυτούς κατά πόσον συνεβάλομεν εις το να συγκροτηθεί η ποθητή Σύνοδος. Κατά δεύτερον λόγον, η τυχόν απάντησις εις το τεθέν ανωτέρω ερώτημα, ότι δύναται πας τις να κηρύττει τους καινοτομούντας, εκπτώτους της Θείας Χάριτος προ συνοδικής διαγνώσεως, είναι αντιπαραδοσιακή. Ταπεινώς φρονούμεν ότι μία τοιαύτη ενέργεια είναι άτοπος και αντιεκκλησιαστική και δι' άλλους, αλλά ειδικώς δια τους εξής λόγους. Προς κρίσιν και απόφασιν κατά τινος απαιτείται συγκρότησις δικαστηρίου υπό προσώπων αρμοδίων να κρίνουν, παρισταμένων και των υπό κρίσιν προσώπων. Είμεθα σήμερον ημείς οι ολίγοι Επίσκοποι οι αρμόδιοι; Δυνάμεθα ημείς να καλέσωμεν τους υπό κρίσιν; Έχομεν την σύμφωνον γνώμην όλων των απανταχού της Οικουμένης αγωνιζομένων αυτήν την στιγμήν, τον καλόν αγώνα της Πίστεως Ορθοδόξων Χριστιανών; Γνωρίζομεν τα άδηλα και τα κρύφια των υφ' ήμών ευκόλως και συλλήβδην κατακρινομένων, οι οποίοι εις δεδομένην στιγμήν θα προσχωρήσουν εις την παρεμβολήν των καλώς ενισταμένων Ορθοδόξων; Προς πληρεστέραν κατανόησιν φέρω το εξής παράδειγμα. Ο υποστηρικτής του αιρεσιάρχου Ευτυχούς εις την εν Εφέσω ληστρικην Σύνοδον Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων έγινε δεκτός εις την Αγίαν Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, δι' απλής μάλιστα μεταθέσεως αυτού εις τους Ορθοδόξους. Διότι «αναστάς ο ευλαβέστατος επίσκοπος Ιουβενάλιος», «μετήλθεν εις το άλλον μέρος΄ και ανεβόησαν οι ανατολικοί και συν αυτοίς ευλαβέστατοι επίσκοποι' ο Θεος καλώς ηνεγκέ σε Ορθόδοξε, καλώς ηλθες» (Μ. 12, 1034). Πόσοι «Ιουβενάλιοι» θα υπάρχουν, τους οποίους προκαταδικάζομεν ίσως και μάλιστα αναρμοδίως και οι οποίοι θα ηδύναντο να ακούσουν το «καλώς ήλθες», εν καιρώ τω δέοντι και Θεού ευλογούντος; Η Ορθοδοξία μας έδωκεν απάντησιν εις το εν λόγω ερώτημα 'Οταν η συνοδική κρίσις καινοτομούντων και αιρετιζόντων καθυστερεί ή προβλέπεται εκ των πραγμάτων αδύνατος, οι Ορθόδοξοι διασώζονται εις Τόπον Θεού, καταφεύγοντες εις Αυτόν δια της κανονικής αποτειχίσεως και του αντιαιρετικού αγώνος. ΙΒ. Η Ορθόδοξος γνώμη του π. Ιουστίνου Πόποβιτς 'Αλλωστε η βία μας και η ανυπομονησία μας περί συγκλήσεως Συνόδου και έκφρασιν διαγνώμης δεν δικαιολογείται πλήρως. Τα πάντα κατευθύνονται υπό της Θείας Προνοίας, αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν, ότι σήμερον η Εκκλησία του Χριστού κατά το μέγιστον μέρος Αύτης δεν είναι, ούτε ελευθέρα, ούτε εν ειρήνη. Διωγμός φοβερός πάσης μορφής και φύσεως έχει εγερθεί κατά της ορθής Πίστεως. Η Αγία μας Εκκλησία ευρίσκεται από πολλών ετών επί του Σταυρού του μαρτυρίου. Δι' αυτό είναι λίαν σοβαρά ή άποψις του αειμνήστου συγχρόνου μας ομολογητού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος έγραφε συν τοις άλλοις εις το περίφημον Υπόμνημά του προς την Σύνοδον της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Ίσως πρέπει να υπενθυμίσωμεν σήμερον και να κατανοήσωμεν, συν τοις άλλοις, το εξής γεγονός: κατά την εποχήν των διωγμών της Εκκλησίας δεν εγίνοντο Οικουμενικαί Σύνοδοι, χωρίς βεβαίως να σημαίνει τούτο, ότι η Εκκλησία του Θεού δεν ελειτούργει τότε και δεν ανέπνεε συνοδικώς. Τουναντίον η περίοδος εκείνη της ζωής και της δράσεώς Της, ήτο η πλέον καρποφόρος και δυναμική. Ότε δε κατόπιν τούτου, επηκολούθησεν ή άλλη περίοδος και συνήλθεν η Πρώτη Οίκουμενική Σύνοδος, τότε ηδυνήθησαν να προσέλθουν και παραστούν εις Αυτήν και οι μάρτυρες Επίσκοποι, φέροντες τα ακόμη νωπά τραύματα, τα στίγματα και τους μώλωπας των διωγμών και των φυλακών, δεδοκιμασμένοι εν τω πυρί του μαρτυρίου, και εκεί, ενώπιον της Συνόδου των αδελφών και συλλειτουργώντων και ενώπιον όλης της Οικουμένης, (ηδυνήθησαν) να δώσουν ελευθέρως την μαρτυρίαν των περί του Χριστού, ομολογούντες Αυτόν ως Θεόν και Κύριον και Σωτήρα του κόσμου και των ανθρώπων» (Υπομνήματος..., σ. 19, Αθήναι 1977). Κανονική λοιπόν αποτείχισις και θεάρεστος αντιαιρετικός αγών χρειάζεται σήμερον και θερμή προσευχή δια να ευδοκήσει η φιλανθρωπία του Θεού το συμφερότερον δια την Αγίαν Του Εκκλησίαν. Ταύτα πάντα δεν σημαίνουν ότι αμνηστεύονται οι ακολουθουντες την εορτολογικήν καινοτομίαν. Ούτοι επιμένοντες εις αυτήν είναι βεβαίως υπόδικοι ενώπιον Θεού και της Εκκλησίας. ΙΓ. Ο 'Αγιος Ρώσος Νεομάρτυς Κύριλλος του Καζάν Θεωρούμεν, πριν να κατακλείσωμεν το Υπόμνημά μας, αναγκαίον να αναφέρωμεν τας λίαν σπουδαίας απόψεις του Αγίου Ρώσου Νεομάρτυρος Κυρίλλου Μητροπολίτου Καζαν (+1936 ή 1937). Ούτος ηναγκάσθη να διακόψει την κοινωνίαν μετά του Μητροπολίτου Σεργίου και των ομοφρόνων αύτου, ότε ο τελευταίος συνεμάχησεν αντιθέως μετά του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ρωσίας και έπραξε και διεκήρυξεν αντιευαγγελικώς. Απολογούμενος ο 'Αγιος Κύριλλος έγραφε: «Δεν αποχωρίζομαι από τίποτε το ιερόν, από τίποτε ανήκον εις την Εκκλησίαν. Μόνον φοβούμαι να προσκολληθώ εις κάτι απορρέον εκ τής αμαρτίας. Δι' αυτό δεν κοινωνώ μετά του Μητροπολίτου Σεργίου και των ομοφρόνων του, αφού δεν έχω άλλο μέσον δια να καταγγείλω τον αμαρτάνοντα αδελφόν μου... Αναγνωρίζω, ότι είναι αρχιερατικόν μου καθήκον να αποφύγω την κοινωνίαν μετά του Μητροπολίτου Σεργίου. Με την πράξιν αυτήν δεν ισχυρίζομαι ουδόλως ότι απουσιάζει ή Χάρις από τα Μυστήρια των Σεργιανιστών (ο Θεός να μας φυλάξει απο τοιούτον λογισμόν!), αλλά υπογραμμίζω, ότι δεν θέλω να μετέχω εις τας αμαρτίας των αλλων...». Απευθυνόμενος δε προς τον δεινώς παρεκτραπέντα Σέργιον έγραφε: «... εκπλήττεσθε, διότι δεν συλλειτουργώ μαζί σας, αλλ’ όμως δεν θεωρώ, ούτε υμάς, ούτε τον εαυτόν μου εκτός ’Εκκλησίας... Δεν συλλειτουργώ, όχι διότι το Μυστήριον του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν θα επραγματοποείτο εις το συλλείτουργόν μας, αλλά διότι ή κοινωνία εις το Ποτήριον του Κυρίου θα ήτο και δια τους δύο μας εις κατάκριμα, έφ’ όσον ή εσωτερική μας κατάστασις θα μας αφαιρούσε την δυνατότητα να προσφέρωμεν ειρηνικώς ''έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως...''. Ολίγον προ του μαρτυρίου του έγραφεν επίσης: «...Μου φαίνεται, ότι δεν διακρίνετε καλώς μεταξύ των πράξεων του Μητροπ. Σεργίου και των οπαδών του, αι οποίαι εκτελούνται κανονικώς από την θεόσδοτον χάριν του Μυστηρίου της Ιεροσύνης και των πράξεων, αι οποίαι γίνονται καθ' υπέρβασιν των μυστηριακών δικαιωμάτων και με ανθρωπίνην πονηρίαν, ως π.χ. αι διάφοροι καθαιρέσεις κ.λ.π. Αύται είναι μυστηριακαί πράξεις μόνον εις την εμφάνισιν, ενώ εις την ουσίαν είναι μία αρπαγή της μυστηριακής ενεργείας και δι' αυτό βλάσφημοι χωρίς Χάριν. Αλλά τα Μυστήρια των Σεργιανιστών, οι οποίοι είναι κανονικώς χειροτονημένοι, είναι οπωσδήποτε σωτήρια Μυστήρια, δι' όσους τα λαμβάνουν με απλότητα και πίστιν χωρίς αμφιβολίας δια την εγκυρότητα, ανυποψίαστοι ότι κάτι δεν πηγαίνει καλώς εις το Σεργιανικόν καθεστώς της Εκκλησίας. 'Ομως την ιδίαν στιγμήν τα Μυστήρια αυτά είναι προς κατάκριμα των επιτελούντων και των προσερχομένων με πλήρη συναίσθησιν δια το ψεύδος του Σεργιανισμού, οι οποίοι δια της ελλείψεως της αντιδράσεως δεικνύουν μίαν εγκληματικήν αδιαφορίαν δια τον εμπαιγμόν εις βάρος της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος, δια τον οποίον είναι απαραίτητον δι' έναν Ορθόδοξον Αρχιερέα ή Ιερέα να αποφύγει την συμπροσευχήν με τους Σεργιανιστάς. Το ίδιον ισχύει και δια τους λαικούς, οι οποίοι έχουν μίαν συνειδητήν επίγνωσιν των λεπτομερειών της εκκλησιαστικής ζωής». {...} ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΥΝΑΓΩΓΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΩΝ Γ.Ο.Χ. ΕΑΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΑ. ΑΚΥΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ. ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ : ΠΗΔΑΛΙΟΝ Άγιος Νικόδημος σελ. 4 και 5. ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ σελ. 167. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΑΓΙΑΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. Το αληθες των προλεχθεντων καταφαινεται δια της Αγιας Ζ' Οικουμενικης Συνοδου, οτε ο Προεδρος Αυτης Αγιος Ταρασιος ειπεν : "δεχομεθα τους απο αιρετικων χειροτονηθεντας" μεχρι Συνοδικης κρισεως της αιρεσεως τουτων. "Εαν δε Συνοδικη εκφωνησις (αποφασις) γενηται και ομονοια των Εκκλησιων επι Ορθοδοξια" και κατα της αιρεσεως, τοτε "ο τολμων απο βεβηλων αιρετικων χειροτονεισθαι, τη καθαιρεσει υποπεσειται. Η Αγια Συνοδος ειπεν αυτη δικαια κρισις" (Μ. 12, ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΠΟ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΟΥΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΜΑΣΟΝΙΚΩΝ ΒΛΑΣΦΗΜΙΩΝ ΚΑΚΟΔΟΞΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΩΝ. ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ : ΑΚΥΡΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ Τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών θείαν Χάριν ούκ έχουσιν, αλλ' είναι άκυρα και ανύπαρκτα. Διό ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός Κανών προστάσσει <<καθαιρείσθαι>> τον <<επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν>>. <<Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;>> (ΜΣΤ΄ Αποστολικού Κανόνος). Αιρετικοί ενταύθα νοούνται οι εκκλησιαστικώς κριθέντες και αποκηρυχθέντες. <<Αιρετικούς δέ λέγομεν>>, επεξηγεί η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, <<τούς τε πάλαι (υπό) της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα ύφ' ημών αναθεματισθέντας>> (ΣΤ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Το αυτό έπραξεν και η έν Καρχηδόνι Σύνοδος του μέσου του τρίτου αιώνος, ήτοι των περί τον άγιον Κυπριανόν επισκόπων. Διά του μοναδικού ταύτης Κανόνος ώρισεν, ότι τα υπό των αιρετικών και σχισματικών <<γινόμενα>> μυστήρια, <<ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα>> (Κανόνος έν Καρχηδόνι Συνόδου). Βάση του ανωτέρου Κανόνος της έν Καρχηδόνι Συνόδου, ανεβαπτίζοντο οι κεκριμένοι αιρετικοί και σχισματικοί, ή το <<αποβλάστημα>> τούτων (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου), ήτοι οι εξ' αυτών προελθόντες. <<Ημείς>> <<αναβαπτίζομεν τοιούτους>> λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου). ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος επεκύρωσε <<τον υπό Κυπριανού>> <<και της κατ' αυτόν Συνόδου>> της Καρχηδόνος <<εκτεθέντα Κανόνα>>, αλλά μετά διαφοράς. Η Οικουμενική Σύνοδος είπεν, ότι <<το παραδοθέν αυτοίς έθος>> του αναβαπτισμού των επιστρεφόντων αιρετικών, ώς τοπικόν, <<μόνον>> παρ' αυτοίς, ηγούν τοίς επισκόποις Καρχηδόνος <<εκράτησεν>> (Β΄ Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εκτός του αναβαπτισμού, εδέχθη και την διά Χρίσματος και αναθεματισμού της αιρέσεως αποδοχήν των κεκριμένων αιρετικών και σχισματικών (95ου Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου), ώς έπραξε και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Ζ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Συμφωνεί δέ είς τούτο και ο Μ. Βασίλειος (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου). Ταύτα δηλούσιν, ότι ο Κανών της έν Καρχηδόνι Συνόδου έν τοίς τόποις εκείνοις κατά το παραδωθέν αυτοίς (τοίς επισκόποις) έθος εκράτησεν. Εντεύθεν ούν δείκνυται, ότι και αρχήθεν ού παρά πάσιν ήν ενεργών ο Κανών (Ζωναρά, PG. 137, 1105), ώς πρός την αναβάπτισιν των αιρετικών και σχισματικών. Και ότι, ώς πρός τούτο, <<ούκ εδέχθη (δεν εγένετο δεκτός) ο παρών Κανών παρά <<των αγίων Πατέρων>> των Οικουμενικών Συνόδων (Ζωναρά, PG. 137, 1104). Κατά ταύτα, αί Οικουμενικαί Σύνοδοι κηρύσσουσιν άκυρα τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών. Δέχονται όμως οικονομικώς τον τύπον του βαπτίσματος τούτων διά τους επιστρέφοντας είς την ορθοδοξίαν, εφ' όσον ούτος ετελέσθη ορθώς. ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ Τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών και σχισματικών δεν θεωρούνται άκυρα. Τούτο μαρτυρούσιν η πράξις και ο λόγος της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εχειροτονήθη παρά των τότε <<καινών αιρετικών>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429) αρειανών. Μερίς δέ των έν Αντιοχεία Ορθοδόξων δεν εδέχετο την μετ' αυτού κοινωνίαν <<ένεκεν>> <<κανονικών πραγμάτων>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 468). Και όμως, ούτος εβάπτισεν τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον (Βίος Ι. Χρυσοστόμου έν επιτομή, PG. 47 LXXXVII) και εχρημάτισεν πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, θανών κατά την διάρκειαν των εργασιών ταύτης. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εξύμνησε τον Μελέτιον ώς νέον Απόστολον και <<ομότροπον>> <<αθλητήν>> των αγίων (Γρηγορίου Νύσσης, PG. 46, 852). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά τούτον ώς άγιον την 12ην Φεβρουαρίου μηνός ( Ωρολόγιον το Μέγα). Ομοίως και ο άγιος Ανατόλιος <<υπό Διοσκόρου του δυσσεβούς κεχειροτόνητο (έχει χειροτονηθεί) παρόντος και Ευτυχούς>> του αιρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Εχειροτόνησε δέ τον Ανατόλιον ο Διόσκορος, ότε δεν είχε καθαιρεθεί εισέτι, ήτοι μετά την έν Εφέσω ληστρικήν Σύνοδον και πρό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις καθήρεσε και τον Διόσκορο και τον Ευτυχή (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). Και τότε εξεδηλώθη έν Κωνσταντινουπόλει αντίδρασις κατά της χειροτονίας ταύτης (Αυτόθι και Μ. 6, 44). Άλλ' όμως η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εδέχθη τον Ανατόλιον ώς έξαρχον αυτής (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά και τούτον ώς άγιον την 3ην Ιουλίου μηνός. Προσέτι, <<και οι πλείους (περισσότεροι) των έν Έκτη Αγία>> Οικουμενική <<Συνόδω συνεδρευσάντων>> επισκόπων υπό αιρετικών εχειροτονήθησαν. Και μάλιστα <<υπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου εκεχειροτονήντο (είχον χειροτονηθεί), των καθηγητών (αρχηγών) της αιρέσεως των μονοθελητών>>. <<Επί πεντήκοντα γάρ ενιαυτούς το τηνικαύτα (τότε) η αίρεσις διήρκεσε>>. Και ούτοι <<οι της Έκτης Συνόδου Πατέρες αυτούς τους τέσσαρας>> αιρεσιάρχας <<ανεθεμάτισαν, καίπερ χειροτονία αυτών όντες>>. (Ταρασίου, Προέδρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1047). Δηλαδή, άν και ήσαν κεχειροτονημένοι παρ' αυτών, ούς ανεθεμάτισαν. Τότε γάρ εκρίθη συνοδικώς η δυσσεβής αίρεσις του Μονοθελητισμού. Επί πλέον, και έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω, ήτις κατέκρινε την εικονομαχικήν αίρεσιν, εγένεντο δεκτοί εικονομάχοι επίσκοποι. Έκ τούτων τινές ωμολόγησαν, ότι <<έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1031). Συνεπώς και εβαπτίσθησαν και εχειροτόνησαν και πάντα τα λοιπά εποίησαν. Ταύτα έπραξαν αί Οικουμενικαί Σύνοδοι της Ορθοδοξίας, καθ' ότι τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών δεν λογίζονται άκυρα. Τούτο απεφάνθη η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, λέγουσα διά του Προέδρου αυτής αγίου Ταρασίου <<έκ του Θεού έστιν η χειροτονία>> αυτών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). ΖΗΤΗΜΑ ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ ΛΕΛΥΜΕΝΟΝ Το ζήτημα της εγκυρότητος των μυστηρίων των μή κεκριμένων αιρετικών συνεζητήθει έν τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδω και ελύθην παρ΄ αυτής έν Πνεύματι Αγίω. Η Οικουμενική αύτη Σύνοδος ανέγνωσε και διεσαφήνισε τάς σχετικάς <<κανονικάς διατάξεις και τα συνοδικά παραγγέλματα και των αγίων Πατέρων την ακρίβειαν>>. Και απέδειξεν, ότι <<πάντες ομοφρόνως τους προσερχομένους απο αιρέσεως της οιασούν (οιασδήποτε) απεδέξαντο>>, <<εάν ετέρα κανονική αιτία η καθαιρούσα τον προσερχόμενον ούκ έστι>>. Δηλαδή, εάν δεν υφίσταται κανονικόν κώλυμα Ιερωσύνης. <<Η αγία Σύνοδος είπεν ούτως αληθώς έχει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1039). Απεδέξαντο δέ οι Άγιοι όχι μόνον τους ορθοδόξως πρότερον χειροτονηθέντας, είτα είς αίρεσιν περιπεσόντας και εξ' αυτής επιστρέφοντας, αλλά και τους χειροτονηθέντας υπό αιρετικών. Διό Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης είπε Διότι <<Και ημείς γούν δεχώμεθα (να δεχώμεθα) τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, ώς και Ανατόλιος εδέχθη (εγένετο δεκτός)>>. Διότι <<αληθώς φωνή Θεού έστιν, ότι ούκ αποθανούνται τέκνα υπέρ πατέρων, άλλ' έκαστος τη ιδία αμαρτία αποθανείται>>. Και, προσέτι, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>> των μή κεκριμένων αιρετικών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Το αυτό εδίδαξεν και ο Μ. Βασίλειος καθ' ότι <<ούκ έφησεν (δεν είπεν) ο πατήρ αδέκτους είναι>> τους τοιούτους αιρετικούς (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050). Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη περί των ακρίτων αιρετικών <<δέχεσθαι τους έξ αιρέσεων επιστρέφοντας>> και τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>>. ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ Πότε τα μυστήρια αιρέσεως τινος θεωρούνται άκυρα; Όταν αύτη αποκηρυχθή έν ομονοία. Επί τούτου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διά του Προέδρου ταύτης αγίου Ταρασίου, λέγει <<Εάν δέ συνοδική εκφώνησις γένηται>>, ήτοι συνοδική καταδικαστική απόφασις εναντίον της αιρέσεως. <<και ομόνοια των Εκκλησιών επί ορθοδοξία>>, τότε <<ο τολμών από των βεβήλων αιρετικών>> της αιρέσεως ταύτης <<χειροτονείσθαι (να χειροτονηθεί), τή καθαιρέσει υποπεσείται. Η Αγία Σύνοδος είπεν αυτή δικαία κρίσις>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050). Κατάκρισις της αιρέσεως υπό των Εκκλησιών έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>>, ή καταδίκη αυτής υπό γενικής Συνόδου της Ορθοδοξίας πάλιν έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>> καθιστά άκυρα τα μυστήρια ταύτης. ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΚΕΚΡΙΜΕΝΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ Πώς κρίνονται τα μυστήρια του Ορθοδόξου, του πεσόντος είς αίρεσιν υπό των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατακεκριμένην; <<Ουδέν>> έστιν, <<ό μή ειρήκασιν (έχουσι είπει) οι Πατέρες>> (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG. 155, 64). Διό και επί τούτου του ζητήματος έρριψαν το φώς της Ορθοδοξίας. Τούτο μαρτυρεί η στάσις των Αγίων και πρός τον αιρεσιάρχην Νεστόριον. Ο Νεστόριος κατηγγέλετο υπό του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι εφρόνει <<τά τού Αρείου>> (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1256). Δηλαδή, επίστευε και εκήρυττεν αίρεσιν κατακεκριμένην παρά δύο Οικουμενικών Συνόδων, της έν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της έν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και όμως, τα υπό του Νεστορίου τελούμενα μυστήρια εθεώρησαν ώς μή άκυρα μέχρι της καθαιρέσεως αυτού παρά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Διό <<των ύπ' αυτού χειροτονηθέντων>> πρό ταύτης της καθαιρέσεως, <<ουδείς καθήρηται (έχει καθαιρεθή) >>, ώς λέγει ο Μ. Φώτιος (PG. 104, 1224). ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝ Τί ποιήσουσι, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι; Θα αναμένωσι την συνοδικήν κρίσιν του αιρετικού και μάλιστα, ότε αυτή αργοπορεί ή προβλέπεται κατ' ανθρωπον απραγματοποίητος; Επίσκοπος, λέγει η Ορθοδοξία, κηρύττων <<αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην>> <<δημοσία>> και <<γυμνή τη κεφαλή έπ' Εκκλησίας>>, συμφώνως πρός την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας τελεί υπό συνοδικήν διάγνωσιν και κρίσιν. Κατά δε τους ιερούς Κανόνας, κατατάσσεται, μετά των <<ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων>>. Διό οι Ορθόδοξοι δικαιούνται, ίνα αποτειχισθώσιν έκ τούτου, διακόπτοντες την μετ' αυτού κοινωνίαν και <<πρό συνοδικής διαγνώσεως>> (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ΄ Συνόδου). Οι ούτως αποτειχιζόμενοι Ορθόδοξοι δεν <<υπόκεινται>> <<κανονική επιτιμήσει>> άλλ' είναι αξιέπαινοι. Ούτοι είναι άξιοι <<τιμής>> <<πρεπούσης>> <<τοίς Ορθοδόξοις>>. Και <<ού σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι (να σώσωσι)>> (Αυτόθι). Δηλαδή, η αποτείχισις γίνεται ώς μέσον αντιαιρετικού αγώνος υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι γνησίως Ορθόδοξοι δεν εφησυχάζουσιν έν τη αποτειχίσει, άλλ' αγωνίζονται κατά της αιρέσεως και υπέρ της Ορθοδοξίας <<άχρι θανάτου>>. Διό <<εξέλθετε έκ μέσου αυτών και αφορίσθητε (διαχωρισθήτε)>> (2 Κορινθ. στ΄ 17), λέγει ο θείος νόμος, αλλά και <<εώς του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας>>(Σοφ. Σειρ. δ΄ 28) και <<γίνου πιστός άχρι θανάτου>>, και τότε <<δώσω σοι τον στέφανον της ζωής>>. ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΑΙ Λέγουσι τινές από καρδίας λαλούντες. Εάν δεχθώμεν μή άκυρα τα μυστήρια των ακρίτων αιρετικών, τότε θα δεχθώμεν εγκύρους και τάς ποινάς τούτων κατά των ενισταμένων εναντίον της αιρέσεως Ορθοδόξων. Έτερον όμως οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας διδάσκουσι. Δηλαδή, ότι τα μέν μυστήρια των αιρετικών τούτων δεν θεωρούνται άκυρα, άλλ' αί επιβαλλόμεναι παρ' αυτών ποιναί είναι εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι. Τούτο έγραφεν ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης περί του αιρεσιάρχου Νεστορίου, όστις ετιμώρησεν έν Κωνσταντινουπόλει Ορθοδόξους ενισταμένους κατά της αιρέσεως αυτού. Ήτοι, ότι ούτος <<ουδένα ή καθελείν (να καθαιρέση) ή αποκινήσαι (να αποκινήση έκ της θέσεώς του) ηδύνατο>> (Κελεστίνου Ρώμης, Μ. 4, 1045), καθ' ότι αιρετικός. Από πότε δέ ούκ είχε τοιούτον δικαίωμα; Από την στιγμήν κηρύξεως της αιρέσεώς του <<άφ' ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν>> ήρξατο ( αυτόθι). Διό καταδικαστική απόφασις του αιρετικού Νεστορίου ουδέ πρόσκαιρον ισχύν έσχεν (αυτόθι). Τουτέστι, τα μέν μυστήρια του πεσόντος είς αίρεσιν Ορθοδόξου λογίζονται άκυρα απο της καθαιρέσεως αυτού, αί δέ ποιναί τούτου είναι άκυροι απο της κηρύξεως της αιρέσεως. ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Λέγει φιλοκαινοτόμον πνεύμα. Εφ' όσον τα Μυστήρια είναι ισχυρά, καλώς εμμένομεν έν τή αντιπαραδοσιακήν καινοτομία και δεν αποτειχιζόμεθα έκ των ομολογούντων Οικουμενισμόν καινοτόμων! Τούτο, όμως, είανι ασεβές. Διότι δεν σώζει τον Χριστιανόν μόνο η θεία Χάρις, αλλά <<η Χάρις και η αλήθεια>> (Ιωάν. α΄ 17), κατά το δόγμα του Κυρίου, <<ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται>> (Μαρκ. ιστ΄ 16). Κατακριθήσεται δέ, όχι μόνον ο κληθείς είς το άγιον Βάπτισμα και αρνηθείς την σωτήριον κλήσιν όλως, αλλά και ο βαπτισθείς μέν, πεσών δε μετά τούτο είς απιστίαν αιρέσεως αμετανοήτως. Διότι, ενώ το Μυστήριον του Βαπτίσματος έστι Φώς, η αίρεσις είναι <<σκότος το εξώτερον>> (Δαλματίου, Μ. 4, 1257). Τα άγια Μυστήρια, λέγει ο ιερός Κανών, <<τοίς επιμένουσιν έν τή αιρέσει μεγάλην της καταδίκης την τιμωρίαν πορίζουσιν>>. Ούτω γίνεται έν αυτοίς το <<έν τή αληθεία πρός την αιώνιον ζωήν>> <<φωτεινότερον>> <<έν τή πλάνη σκοτεινότερον και πλέον καταδεδικασμένον>> (ΝΖ΄ Κανόνος Συνόδου Καρθαγένης). Διό αί Οικουμενικαί Σύνοδοι απαγγέλλουσι τον φρικτόν αναθεματισμόν <<τοίς κοινωνούσιν έν γνώσει>> τοίς καινοτόμοις <<ανάθεμα>> (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου Μ. 13, 128). Υπό το ανάθεμα, λοιπόν, των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κείνται οι <<έν γνώσει>> (Θεοδώρου Στουδίτου, PG. 99, 1653) κοινωνούντες των Μυστηρίων των υπό κρίσιν καινοτόμων, καίτοι ταύτα είναι εισέτι ισχυρά. Ώς γάρ <<πάν το έν αγνοία καθαρισθήσεται (αυτόθι)>> ούτω το <<έν γνώσει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 128) <<κατακριθήσεται>> (Μάρκ. ιστ΄ 16)